“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Τρίτη 1 Φεβρουαρίου 2011

Νεοελληνικός πολιτισμός και Γλωσσικό ζήτημα. Με αφορμή μια αποκάλυψη

Την αφορμή για αυτή την συνοπτική αναφορά στο πολιτισμικό και γλωσσικό ζήτημα μας την έδωσε το τελευταίο τεύχος, του 2010, του περιοδικού «ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ» (αριθ. Τεύχους:141).
Στο τεύχος αυτό, αναδρομικά, ο ομότιμος καθηγητής του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης Ε. Κριαράς δίνει στη δημοσιότητα τις επιστολές της οργανωτικής επιτροπής, για τον εορτασμό δυο επετείων του Ψυχάρη ( το 2004), προς όλους τους αρμόδιους φορείς του δημοσίου, προκειμένου να υπάρξει συμμετοχή της πολιτείας στη διοργάνωση ενός Συνέδριου προς τιμήν της μεγάλης αυτής προσωπικότητας των Ελληνικών γραμμάτων. Οι δυο επέτειοι του Ψυχάρη αφορούσαν τα εκατόν πενήντα χρόνια από την γέννησή του και εβδομήντα πέντε από το θάνατό του.
Η αρχική βέβαια πρόταση ήταν να ανακηρυχθεί το 2004 σε έτος Ψυχάρη και να περιλάβει πλήθος από εκδηλώσεις αλλά στη συνέχεια περιορίσθηκε στη διοργάνωση ενός Συνέδριου.
Οι απαντήσεις των φορέων ενώ αρχικά δεν ήταν αρνητικές συνέτειναν τελικά στην μη συμμετοχή του δημόσιου στις εκδηλώσεις για τον Ψυχάρη και στην έμμεση αλλά σαφή απόρριψη της πρότασης της οργανωτικής επιτροπής. Το συνέδριο τελικά έγινε, με μεγάλη επιτυχία, και αποκλειστική ευθύνη του Τομέα της Νέας Ελληνικής Φιλολογίας της φιλοσοφικής σχολής Θεσσαλονίκης. Τα εμπλεκόμενα πρόσωπα σε αυτή την ιστορία, που φέρουν την ευθύνη για τη στάση της πολιτείας ήταν : Χ. Καστανίδης (ως υπουργός Β.Ελλάδος), Π.Τατούλης (υπουργός πολιτισμού), Ν. Τσαρτσώνης (διάδοχος του Καστανίδη στο υπουργείο Β. Ελλάδος), Ψωμιάδης (νομάρχης θεσσαλονίκης) και Β Παπαγεωργόπουλος (δήμαρχος της πόλης). Όλοι αυτοί με τον τρόπο τους συνέβαλαν στην άρνηση του κράτους να συμμετάσχει στον εορτασμό στην μνήμη του Γ,Ψυχάρη.
Το γεγονός δεν θα είχε ιδιαίτερη σημασία αν ήταν απλώς ένα από τα τόσα περιστατικά ασυνέπειας του Ελληνικού κράτους. Αν ήταν θέμα δηλ. δυσλειτουργίας του κράτους ή και κακής διαχείρισης του θέματος, από ορισμένους εκπρόσωπους της πολιτείας. Αλλά δεν είναι μόνο τέτοιο. Έτσι πιστεύουμε. Στην συγκεκριμένη περίπτωση είναι και θέμα άγνοιας. Άγνοιας του γλωσσικού ζητήματος και της σημασίας του, στην διαμόρφωση της νεοελληνικής κοινωνίας. Άγνοιας και του ρόλου που διαδραμάτισε σε αυτό ο Γιάννης Ψυχάρης.
Η εξέλιξη της Ελληνικής κοινωνίας δεν έγινε μόνο μέσα από κοινωνικούς, πολιτικούς και εθνικούς αγώνες, αλλά και μέσα από αγώνες για την μόρφωση, την παιδεία, την πολιτισμική ανασυγκρότησή της. Κι εκεί υπήρξαν σημαντικές φάσεις όπου παίχθηκαν κρίσιμα ζητήματα για το μέλλον του τόπου. Όπως το γλωσσικό. Το ζήτημα της ενιαίας γλώσσας, ο ενοποιητικός του ρόλος στη διαμόρφωση της σύγχρονης εθνικής ταυτότητας.
«Τι θα ήτανε σήμερα η φιλολογία μας, η ποίηση και η πρόζα, η Τέχνη γενικά του λόγου στην Ελλάδα αν δεν υπήρχε ο Ψυχάρης;» διακήρυττε το 1909 ο Κ. Παλαμάς («δυό λόγια»).
Η Ελληνισμός, βγαίνοντας από την μακρόχρονη δουλεία, είχε να αντιμετωπίσει το τεράστιο ζήτημα της εθνικής ομογενοποίησης σε πολλά επίπεδα. Και πρώτα από όλα της γλώσσας. Η διγλωσσία, που κρατούσε από το Βυζάντιο, είχε μεταφερθεί και στα χρόνια ίδρυσης του νέου Ελληνικού Κράτους. Άλλη γλώσσα μιλούσε ο λαός κι άλλη χρησιμοποιούσαν οι λόγιοι και το Κράτος στα γραφτά τους. Η διάκριση ήταν σαφής: Η δημοτική, από τη μια, η αρχαΐζουσα από την άλλη. Ο προφορικός λόγος, από τη μια, ο γραπτός από την άλλη. Η ανεπίσημη, η «χυδαία» η «παρακατιανή», από την μια, η επίσημη, η «ανώτερη», η «ευγενής» από την άλλη. Το πρόβλημα δεν αφορούσε μόνο την Ελλάδα. Το αντιμετώπιζαν και τα άλλα Ευρωπαϊκά έθνη. Κατόρθωσαν να το απαντήσουν όμως αποτελεσματικά και σε μικρό, σχετικά, διάστημα. Εμείς χρειαστήκαμε σχεδόν εκατόν πενήντα χρόνια.
Πώς να αναπτυχθεί πνευματικά ένα Έθνος; πώς να μορφωθεί ο λαός του;
Ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την πνευματική καθυστέρηση της Ελλάδας ανήκει σίγουρα στο γλωσσικό.
«Ελευθερία και γλώσσα» επέμενε να επαναλαμβάνει από τα χρόνια ακόμα της επανάστασης του ΄21 ο Σολωμός.
Το γλωσσικό αποτέλεσε έναν από τους κεντρικούς σταθμούς της νεοελληνικής ιστορίας. Την σημάδεψε όσο λίγα πράγματα. Και είχε τους πρωταγωνιστές του: Ψυχάρης, Τριανταφυλλίδης, Δελμούζος, Γληνός, Εφταλιώτης, Πάλλης κλπ.
Η συμβολή του Ψυχάρη στην καθιέρωση της δημοτικής ήταν καθοριστική. Υπήρξε ο άκαμπτος ιδεολόγος, ο ασυμβίβαστος, αυτός που έθεσε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο το κέραιο ζήτημα της Εθνικής γλώσσας με την έννοια ότι αυτή έπρεπε νάναι και λαϊκή δηλ. να είναι η γλώσσα που μιλάει ο λαός.
Ο Ψυχάρης ήταν αυτός που ανέτρεψε τις ισορροπίες, που «λύγισε την βέργα από την άλλη μεριά», που εξισορρόπησε τα πράγματα και άνοιξε το δρόμο για την ανατροπή του καθεστώτος της διγλωσσίας.
Χρειάστηκαν μακροχρόνιοι αγώνες, να αναπτυχθεί ένα ολόκληρο κίνημα, το γλωσσικό κίνημα του δημοτικισμού, για να φθάσουμε στην σημερινή καθιέρωση της δημοτικής σαν ενιαίας εθνικής γλώσσας, που βέβαια δεν είναι η δημοτική του Ψυχάρη, αλλά η «λόγια» μορφή της. Ωστόσο η συμβολή του Ψυχάρη παραμένει η πιο σημαντική, η πιο καθοριστική από όλες στην νεότερη ιστορία της Ελληνικής γλώσσας.
Η γενιά της μεταπολίτευσης είναι η μόνη γενιά που δεν σχετίζεται με το γλωσσικό. Της είναι εντελώς άγνωστο. Είναι η μόνη γενιά, μετά από αιώνες (από την εποχή του Βυζαντίου ακόμα), που δεν έζησε υπό καθεστώς διγλωσσίας (μόλις το 1974 έγινε η καθιέρωση της Δημοτικής σαν επίσημης κι ενιαίας γλώσσας).
Δικαιολογείται γι αυτό να έχει πλήρη άγνοια ;
Το γλωσσικό παραμένει πάντα ανοιχτό. Η γλώσσα είναι κάτι που εξελίσσεται συνέχεια, δεν μένει ποτέ στάσιμη. Σε κάθε εποχή «το γλωσσικό πρόβλημα» παίρνει άλλη μορφή. Η άγνοια στο γλωσσικό, του χθες και του σήμερα, συνιστά ένα τεράστιο πολιτισμικό κενό.
Χωρίς επίγνωση της εξέλιξης της γλώσσας, χωρίς γνώση της ιστορίας της, των φάσεων που διέτρεξε ανά τους αιώνες, είναι αδύνατο να υπάρξει οποιαδήποτε πνευματική πρόοδος των Ελληνικών γραμμάτων. Η πνευματική μας εξέλιξη είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με το γλωσσικό ζήτημα.
Η Νεοελληνική γλώσσα σήμερα είναι αντιμέτωπη με νέες προκλήσεις. Σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης αντιμετωπίζει το πρόβλημα της περιορισμένης χρήσης της, στα όρια της Εθνικής επικράτειας. Δεν έχει όρους διάδοσης έξω από αυτήν. Πρέπει να διατηρηθεί και να αναπαραχθεί στα στενά Εθνικά πλαίσια επιδεχόμενη πλείστες επιρροές. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν όλες οι εθνικές γλώσσες παγκοσμίως. Η πολιτισμική παγκοσμιοποίηση οδηγεί στην διεθνή επικράτηση μιας ενιαίας γλώσσας (και δύο –τριών, το πολύ, συμπληρωματικών) και στην υποβάθμιση της αξίας των υπόλοιπων Εθνικών γλωσσών με προοπτική την μετατροπή τους σε δευτερεύουσες και προαιρετικές. Η παιδεία στο μέλλον, αφού περάσει από διάφορα μεταβατικά στάδια (εξίσωσης της διεθνούς γλώσσας με την Εθνική) θα φθάσει στο σημείο να στηρίζεται αποκλειστικά στην διεθνή γλώσσα δηλ. στα Αγγλικά. Το κατώτατο επίπεδο μόρφωσης θα αφορά δύο πράγματα: την γνώση της διεθνούς γλώσσας και την χρήση των υπολογιστών. Πράγματα δηλ. που ισχύουν ήδη για την νέα γενιά και που πρόκειται να γενικευθούν και να ολοκληρωθούν για το σύνολο των σύγχρονων κοινωνιών. Πάμε, με άλλα λόγια, για ένα νέο καθεστώς διγλωσσίας, τη στιγμή που είχαμε ξεπεράσει το παλιό. Μια διγλωσσία άλλης μορφής, που δεν αφορά μια «εκκρεμότητα» της Νεοελληνικής γλώσσας, «μια Εθνική υπόθεση», αλλά τον υποσκελισμό της Εθνικής γλώσσας ( στο εσωτερικό της χώρας) από μια διεθνή. Θα μπορέσει, κάτω από αυτές τις συνθήκες, να επιβιώσει και να αναπαραχθεί η Νεοελληνική γλώσσα; Να επιβιώσουν και να αναπτυχθούν τα Ελληνικά γράμματα; Είναι ένα μεγάλο πολιτισμικό ζητούμενο της εποχής.
Το νέο διεθνές περιβάλλον κι οι αλλαγές που συνεπάγεται, σε όλους ανεξαίρετα τους τομείς, αποτελεί την νέα αμείλικτη πραγματικότητα που, προκειμένου να την αντιμετωπίσουμε, πρέπει, πρώτα από όλα, να την κατανοήσουμε. Η Ελληνική κοινωνία σήμερα στερείται παντελώς μιας, έστω και στοιχειώδους, επίγνωσης των συντελούμενων διεθνών αλλαγών. Ζει μέσα στην άγνοια, χωρίς την παραμικρή αίσθηση των όσων διακυβεύονται πολιτισμικά και ιδιαίτερα στο επίπεδο της γλώσσας. Σε αυτό συντελεί κι η διαιωνιζόμενη σύγχυση ανάμεσα στον αρχαίο και Νεοελληνικό πολιτισμό, μια αντίληψη συνέχειας και ταύτισης που συμβάλει στο να μην μπορεί η Ελληνική κοινωνία να αποκτήσει την απαιτούμενη αυτογνωσία που είναι αναγκαία προκειμένου να κατανοήσει τη θέση της στο σύγχρονο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Και βέβαια να καταλάβει και τους κινδύνους που διατρέχει η Ελληνική γλώσσα.
Η Νεοελληνική γλώσσα δεν διαθέτει το εύρος και την διάδοση, που είχε στην εποχή της, η αρχαία ελληνική γλώσσα. Ο Νεοελληνικός πολιτισμός δεν συγκαταλέγεται ανάμεσα στους σύγχρονους «ηγεμονικούς πολιτισμούς» και έχει άλλη βάση συγκρότησης από τον αρχαίο Ελληνικό, που στην εποχή του υπήρξε ο κατ’ εξοχήν ηγεμονικός πολιτισμός.
Το γλωσσικό δεν μπαίνει μόνο από το νέο διεθνές περιβάλλον αλλά και από την θέση της Ελλάδας μέσα σε αυτό.
Κάτω λοιπόν από συνθήκες πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης και επικυριαρχίας του νεοελληνικού πολιτισμού από τον Ευρωπαϊκό (και τον Δυτικό γενικότερα) καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της διάσωσης και ανάπτυξης της Ελληνικής γλώσσας.
Το πρόβλημα της διάσωσης του Νεοελληνικού πολιτισμού και της γλώσσας δεν είναι θεσμικό πρόβλημα. Παρ’ όλη την επικυρίαρχη θέση του Ευρωπαϊκού, και του Δυτικού γενικότερα πολιτισμού, υπάρχει έδαφος για τους ασθενέστερους πολιτισμούς. Χωρίς να διαταράσσεται το διεθνές θεσμικό καθεστώς επικυριαρχίας.
Παρ’ όλη την γενική τάση για πολιτισμική ομοιομορφία, όλα δείχνουν, ότι θα υπάρχει χώρος για πολιτισμικές ιδιαιτερότητες αρκεί να μπορούν να γίνουν διεθνώς αναγνωρίσιμες και ανταγωνιστικές. Να μπορούν να «εξάγουν τα προϊόντα τους». Γεγονός που προϋποθέτει η κάθε ετερότητα να μπει «στη δοκιμασία μιας πολιτισμικής ανασύνθεσης» που να την καθιστά οικουμενικά συγκρίσιμη. Τα Εθνικά μέτρα και σταθμά δεν ισχύουν. Ο,τι Εθνικό, άξιο λόγου, θα πρέπει νάναι και οικουμενικό. Αυτό θα πρέπει νάναι το κριτήριο για την παιδεία και τις τέχνες. Ελληνικά πανεπιστήμια αλλά με Ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κύρος. Ελληνική λογοτεχνία, ποίηση, μουσική, ζωγραφική, θέατρο, κινηματογράφο αλλά στο ύψος των διεθνών προδιαγραφών και στάνταρ. Μόνο έτσι θα διασφαλίσουμε την ετερότητά μας, καταξιώνοντάς την οικουμενικά. Και μέσω αυτής να διασώσουμε και τη γλώσσα.
Σήμερα βρισκόμαστε σε μια εκ διαμέτρου άλλη κατάσταση. Μιλάμε με αυστηρά Εθνικούς όρους, με μέτρα και σταθμά που δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν την οικουμενική διάσταση των πραγμάτων. Μιλάμε για την μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση π.χ. χωρίς διεθνή κριτήρια, το ίδιο αφηρημένα για τον Ελληνικό κινηματογράφο, την Ελληνική λογοτεχνία κλπ. Σε ένα πνεύμα πολιτισμικής αυτάρκειας που αντιστοιχεί σε κλειστές κοινωνίες που έχουν κόψει τις γέφυρες επικοινωνίας με τον έξω κόσμο. Επί πλέον ότι οικουμενικό μας χαρακτηρίζει προσπαθούμε να το επανα-εθνικοποιήσουμε.
Ήδη από την αυγή των Νέων Χρόνων ο αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός έχει οικουμενικοποιηθεί και έχει μετατραπεί σε συστατικό στοιχείο του Δυτικού πολιτισμού. Ο Αρχαίος Ελληνικός πολιτισμός έχει ξεφύγει από τα στενά εθνικά πλαίσια, έχει γίνει κτήμα όλης της οικουμένης. Δεν υπήρξε μόνο στην εποχή του ο κατ’ εξοχήν ηγεμονικός πολιτισμός αλλά έχει συμπεριληφθεί και στους σύγχρονους κυρίαρχους πολιτισμούς. Αυτή είναι η μεγάλη του αξία. Ο οικουμενικός του χαρακτήρας. Δεν μπορεί να επανα-εθνικοποιηθεί,(όπως οτιδήποτε σύγχρονο έχει πάρει οικουμενικές διαστάσεις: ο Καβάφης, ο Σεφέρης, ο Ελύτης, ο Καζαντζάκης, η Ζατέλη, ο Κακογιάννης, ο Αγγελόπουλος, ο Λύτρας, ο Βολονάκης, ο Γκίκας, η Κάλλας, ο Θεοδωράκης, ο Τερζόπουλος κλπ. κλπ.)
Το πρόβλημα της συνέχειας του Ελληνικού πολιτισμού είναι ένα συναφές ζήτημα και μια εκκρεμότητα (Νεοελληνική) που κρατάει πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια. Το πνεύμα αυτάρκειας (πολιτισμικής), που μας χαρακτηρίζει και που μας εμποδίζει να κατανοήσουμε την σημερινή μας κατάσταση, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο πρόβλημα της πολιτισμικής συνέχειας. Σύμφωνα με αυτήν ο Νεοελληνικός πολιτισμός σε μια αδιάσπαστη ενότητα με τον Αρχαίο δημιουργούν ένα επαρκές και ολοκληρωμένο πολιτισμικό σύστημα, ηγεμονικό, ανά τους αιώνες. Τίποτα πιο εσφαλμένο και ανακριβές. Τα πολιτισμικά ζητήματα έχουν την ιστορική τους διάσταση. Άλλο η κληρονομιά του Αρχαίου Ελληνικού Πολιτισμού (που ανήκει βέβαια σε μας αλλά ταυτόχρονα και σε όλη την οικουμένη) και άλλο ο νεοελληνικός πολιτισμός των νεότερων ιστορικών χρόνων (που είναι κατά βάσην συγκροτημένος πάνω στις επιρροές από τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό)
Το γλωσσικό δεν μπορούμε σήμερα να το αντιμετωπίσουμε παρά μόνο σαν ένα ζήτημα που συνδέεται με τον Νεοελληνικό πολιτισμό και το μέλλον του (γιατί συχνά προστρέχουμε και στα αρχαία Ελληνικά).
Ο Νεοελληνικός πολιτισμός είναι υποχρεωμένος να διατηρήσει την ετερότητά του, (στο βαθμό που υπάρχει κι αξιολογείται ως σημαντική). Να αγωνιστεί γι αυτό, μέσα σε συνθήκες πολιτισμικής ομογενοποίησης, αφήνοντας πίσω τις θεωρίες πολιτισμικής αυτάρκειας, αποκτώντας μια νέα αυτογνωσία και οικουμενική αντίληψη των πραγμάτων. Μόνο έτσι μπορεί να διεκδικήσει μια θέση στον σύγχρονο κόσμο.

Χρήστος Μήλιος

Αναδημοσίευση από το site www.pokethe.gr















Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου