“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Πέμπτη 3 Μαΐου 2012




Αναδημοσίευση από το site www.pokethe.gr

Από την εναλλαγή στην συγκυβέρνηση 
 
Το πολιτικό σύστημα τροποποιείται. Αλλάζει η εσωτερική του διάρθρωση, ο τρόπος λειτουργίας του. Δεν ξεπερνιέται δεν καταργείται (πώς θα μπορούσε άλλωστε). Εξελίσσεται και συνεχίζει να λειτουργεί μεταβατικά με νέους όρους.
Δεν τελείωσε ο δικομματισμός. Τελείωσαν οι αυτοδυναμίες και το καθεστώς της εναλλαγής στην εξουσία των δύο κομμάτων. Το σύστημα παραμένει δικομματικό. Συνεχίζει να στηρίζεται στο ΠΑΣΟΚ και στην Ν.Δ. Με τη διαφορά ότι στη νέα φάση αντί για εναλλαγή θα έχουμε συγκυβέρνηση.
Τα δύο κόμματα εξουσίας πέρα από το ζήτημα της κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας έχουν χάσει και την πολιτική δυνατότητα αυτοδύναμης άσκησης της εξουσίας.
Η προηγούμενη κυβέρνηση Παπανδρέου δεν ανατράπηκε. Αυτοαναιρέθηκε. Γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούσε να συνεχίσει μόνο του να κυβερνά. Το ίδιο ισχύει και για την Ν.Δ. Πέρα λοιπόν από την απώλεια της εκλογικής αυτοδυναμίας υπάρχει και η απώλεια της πολιτικής δυνατότητας αυτοδύναμης διακυβέρνησης. Ο τόπος δεν μπορεί πλέον να κυβερνηθεί από ένα κόμμα. Χρειάζεται όσο γίνεται πιο ισχυρές συμμαχικές κυβερνήσεις, που σε αυτή τη φάση, αφορούν κατά βάση την δικομματική σύμπραξη (που μπορεί να συμπληρώνεται, κατά περίπτωση, κι από μικρότερες δυνάμεις).
Στο ΠΑΣΟΚ αυτό φαίνεται να το έχουν καταλάβει όχι όμως και στην Ν.Δ. Ο Σαμαράς επιμένει να παρουσιάζεται ως νοσταλγός των αυτοδυναμιών που έχουν παρέλθει. Και θα πρέπει να αναμένεται η επόμενη αναδίπλωσή του (όπως ακριβώς συνέβη και στα οικονομικά).
Η συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ- Ν.Δ. είναι το μόνο εφικτό σχήμα σε αυτή τη φάση γιατί δεν υπάρχει και η δυνατότητα άλλης μορφής συμμαχικών κυβερνήσεων. Δεν υπάρχει δηλ. η δυνατότητα το ΠΑΣΟΚ ή η Ν.Δ. να συγκροτήσουν ανεξάρτητα το καθένα συμμαχικά σχήματα ικανά να αναλάβουν κυβερνητικό έργο. Πέρα από το ότι δεν βγαίνουν τα νούμερα, και τις υπαρκτές πολιτικές δυσκολίες, υπάρχει το πρόβλημα της πολιτικής δυνατότητας τέτοιων κυβερνητικών σχημάτων που τα κάνει ατελέσφορα. Θα αποτελούσαν αδύναμες λύσεις, ανήμπορες να υλοποιήσουν το οικονομικό πρόγραμμα που ορίζουν οι πρόσφατες διεθνείς συμβάσεις.
Μια ακόμα μορφή συγκυβέρνησης θάταν ο σχηματισμός κυβέρνησης κοινής αποδοχής που θα στηρίζονταν από τα δύο μεγάλα κόμματα χωρίς να συμμετέχουν σε αυτήν. Κάποια δηλ. παραλλαγή της κυβέρνησης Μόντι. Και σε αυτή την περίπτωση ο ρόλος των δύο κομμάτων θα παρέμενε βασικός.
Εκεί που τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν είναι στην περίπτωση που τα ποσοστά των δύο κομμάτων διαμορφώνονται πολύ χαμηλά ( κάτω από το 40% αθροιστικά και των δύο). Πράγμα πολύ δύσκολο. Ήδη οι σφυγμομετρήσεις αρκετές ημέρες πριν τις εκλογές τους δίνουν ένα 40% με το ποσοστό των αναποφάσιστων σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Ο κίνδυνος της ακυβερνησίας είναι πολύ μικρός. Όσοι τον επικαλούνται βασικά κινδυνολογούν. Αλλά και οι κινδυνολογίες αποτελούν μέρος όλων των εκλογικών αναμετρήσεων. Το περιεχόμενό τους αλλάζει. Με ένα 25-28% της Ν.Δ. και ένα 17- 20% του ΠΑΣΟΚ (δηλ. με ένα 45% των δύο κομμάτων) σχηματίζεται επαρκής κοινοβουλευτική πλειοψηφία 160 και πλέον εδρών. Η πλειοψηφία αυτή είναι ικανή να στηρίξει διάφορες κυβερνήσεις. Ακόμα και εξωκοινοβουλευτικές, εάν και εφ’ όσον, κάτι τέτοιο θεωρηθεί αναγκαίο. Στο εσωτερικό πάντως των δύο κομμάτων μετά τις μαζικές διαγραφές και την ψήφιση του δεύτερου μνημονίου η κατάσταση τελεί υπό απόλυτο σχεδόν έλεγχο. Γεγονός που διευκολύνει σημαντικά κάθε είδους μετεκλογικές διεργασίες και βέβαια την σχετική (την σχετική πάντα) εφαρμογή του συμφωνημένου οικονομικού προγράμματος.
Υπό αυτή την έννοια η κατάσταση, στον εν δυνάμει κυβερνητικό χώρο, εμφανίζεται αρκετά ομαλή και δεδομένη χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ο σχηματισμός της νέας κυβέρνησης δεν θα γίνει και πάλι με επεισοδιακό τρόπο, επεισοδιακότερο ίσως και από τον προηγούμενο. Το νέο έργο θα έχει πολλές πράξεις, πολλά πήγαινε έλα και κάποιας μορφής συμβιβασμό στο τέλος αναγκαστικό, και με την βούλα οπωσδήποτε της Ευρώπης.
Ο αντιπολιτευτικός χώρος τώρα, που εκτείνεται πέρα από το ΠΑΣΟΚ και την Ν.Δ., προβλέπεται να αποτελείται από έξι τουλάχιστον κόμματα με την αριστερά να συγκεντρώνει, για πρώτη φορά, αθροιστικά το 20% και πλέον του εκλογικού σώματος ενώ η φασιστική και εθνικιστική δεξιά να αποσπά αθροιστικά ένα 15-20%. Φαινομενικά ο χώρος της αντιπολίτευσης μοιάζει εξαιρετικά ανομοιογενής και διχασμένος. Στην ουσία διαθέτει κι αυτός μιάν υψηλή ομοιογένεια ( όσο κι αν αυτό αντίκειται στην θεωρία των άκρων ).

Η αναζωπύρωση των Ευρωπαϊκών εθνικισμών

Η αντίθεση στις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται στην Ευρώπη και τα ανεξαρτησιακά ζητήματα που εγείρονται σε όλες τις χώρες, λίγο πολύ, αποτελούν κοινό τόπο σε αυτή τη φάση για την αριστερά και την δεξιά. Η ιδεολογική αυτή σύμπτωση συνιστά ένα γενικότερο φαινόμενο που βρίσκεται σε εξέλιξη σε όλη την Ευρώπη και αφορά την αναζωπύρωση των εθνικισμών που προκαλείται από την οικονομική κρίση. Η αναμενόμενη συντηρητικοποίηση των Ευρωπαϊκών κοινωνιών (λόγω κρίσης) αρχίζει να εκφράζεται σιγά σιγά με την στροφή στην αναζήτηση εθνικών λύσεων. Το γεγονός αυτό τροποποιεί και επηρεάζει τις πολιτικές όλων των κομμάτων.
Το προεκλογικό κλίμα στην Γαλλία και την Ελλάδα είναι ενδεικτικό των αλλαγών που επέρχονται στην πολιτική συνείδηση των Ευρωπαϊκών κοινωνιών. Την μετατόπιση δηλ. του ενδιαφέροντος που συντελείται από το Ευρωπαϊκό στο Εθνικό επίπεδο.
Για την Ελληνική κοινωνία βέβαια δεν υφίσταται θέμα μετατόπισης. Η Ελληνική κοινωνία πάντα ζούσε (ως κατ’ αυτήν όφειλε) Ελληνοκεντρικά. Απλά σήμερα περνά μια φάση έξαρσης του Ελληνοκεντρισμού της. Αλλά κι αυτό εμπίπτει μέσα στις γενικότερες αλλαγές που συμβαίνουν στον Ευρωπαϊκό χώρο. Τίποτα πλέον στις μέρες μας δεν μπορεί να εννοηθεί σαν κάτι το ξεχωριστό και ιδιαίτερο.
Τόσο στις Γαλλικές όσο και στις Ελληνικές εκλογές κυριαρχεί το εθνικό χρώμα. Οι Γάλλοι επιζητούν την επανάκτηση ενός εθνικού ηγεμονικού ρόλου, που κατ’ αυτούς εκχωρήθηκε αναίτια στους Γερμανούς από τον Σαρκοζί, παραβλέποντας τις ανατροπές που εν τω μεταξύ έχουν συμβεί στους πραγματικούς συσχετισμούς δύναμης στην Ευρώπη και στον κόσμο, ενώ οι Έλληνες κινούνται σε ένα πνεύμα εθνικού επαναπροσδιορισμού απέναντι στο μνημόνιο και τη δανειακή σύμβαση, σε μια δηλ. εκ διαμέτρου αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που είναι δεσμευμένοι μετά τις εκλογές να ακολουθήσουν. Όλη η προεκλογική ρητορική στην Ελλάδα περιστρέφεται γύρω από το πώς το μνημόνιο θα αθετηθεί ή θα αναθεωρηθεί. Ενώ το πραγματικό δίλημμα για τους δανειστές και την Ευρώπη είναι πως θα εφαρμοστεί. Έτσι από τη μιά η Ελληνική κοινωνία θα ψηφίζει ενάντια στο μνημόνιο (με πολλούς και διάφορους τρόπους, έμμεσα ή άμεσα) κι από την άλλη θα εγκαλείται οπωσδήποτε να το αποδεχτεί (χωρίς να μπορεί να το αθετήσει ούτε να το επαναδιαπραγματευθεί). Το παιχνίδι των εθνικών διαψεύσεων για μια ακόμα φορά θα έχει παιχθεί πάνω στις πλάτες της Ελληνικής κοινωνίας με κύρια πολιτικά κερδισμένους αυτή τη φορά τους λεγόμενους «μικρούς».
Οι δυνάμεις που ενισχύονται σε αυτές τις εκλογές είναι όσες κατορθώνουν να εκφράσουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα εθνικά ζητούμενα (όσο κι αν αυτά είναι ανέφικτα όσο κι αν είναι αφελή και δημαγωγικά). Ο εθνοκεντρισμός, διατυπωμένος με πολλούς και διάφορους τρόπους, συνιστά το επίμαχο ιδεολόγημα για όλες τις δυνάμεις. Όλες οι πλευρές έχουν ενδώσει σε αυτόν (δεξιοί, κεντρώοι, αριστεροί, ακροδεξιοί, ακροαριστεροί κλπ.). Όλοι ακολουθούν το ρεύμα. Όλοι προσδοκούν σε εκλογικά οφέλη. Αλλά όπως πάντα σε αυτές τις περιπτώσεις η πλάστιγγα γέρνει προς τους πιο συνεπείς. Τις δεξιές πολιτικές, που όπως και να το κάνουμε, τις εκφράζουν καλύτερα οι δεξιές δυνάμεις. Στην προκειμένη περίπτωση δηλ. οι πάσης φύσεως ακροδεξιοί εθνικιστές και κανένας Ολαντ, Μελανσόν, Θεοδωράκης, Παπαρήγα, Τσίπρας, Αλαβάνος, Χάγιος κλπ. όσο και αν καταφεύγουν σε πατριωτικές πλειοδοσίες, όσο κι αν το προσπαθούν. Αυτοί μόνο ευκαιριακά μπορεί να επωφελούνται από κάτι τέτοιο.
Ο ακροδεξιός χώρος αποτελεί την νέα πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη. Οι εθνικιστικές οργανώσεις σιγά σιγά αναπτύσσονται. Το διαμορφωμένο ιδεολογικό υπόβαθρο τις ευνοεί. Όπως και η αίσθηση του οικονομικού αδιέξοδου και της απώλειας μιας ευμάρειας που είχε κατακτηθεί.
Εθνικές λύσεις όμως την εποχή της παγκοσμιοποίησης δεν υπάρχουν. Η αναβίωση των Ευρωπαϊκών εθνικισμών μόνο εμπόδια στην πορεία της Ευρωπαϊκής διαχείρισης της κρίσης μπορεί να προβάλουν. Ακόμα να ενισχύσουν τον Ευρωπαϊκό σκεπτικισμό και τις αποσχιστηκές τάσεις στους κόλπους της Ε.Ε. όπως και να αναμοχλεύσουν μίση και πάθη του παρελθόντος. Στον οικονομικό όμως τομέα καμιά διέξοδο σε εθνικό επίπεδο δεν μπορούν να προσφέρουν.
Για την αριστερά η περίοδος των εθνικών στρατηγικών έχει κλείσει. Και η προβαλλόμενη ενότητά της, στην οποία επιμένει τόσο πολύ, δεν είναι το κύριο, πέρα από το ότι δεν ενδιαφέρει και τις κοινωνίες. Το κύριο είναι οι πολιτικές της που παραμένουν ξεπερασμένες κι αναχρονιστικές.

Οι εκλογές δεν ήταν και δεν είναι η λύση
 
Οι εκλογές που γίνονται προκλήθηκαν καθαρά για λόγους ενίσχυσης της κοινοβουλευτικής δύναμης ορισμένων κομμάτων. Κύρια της Ν.Δ. και του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτοί βασικά επέμεναν και πίεζαν για εκλογές. Οι εκλογές της 6ης Μάη είναι μια βεβιασμένη ενέργεια δυνάμεων του πολιτικού συστήματος.
Το νόημα των εκλογών, σε μεγάλο βαθμό, παραμένει αδιευκρίνιστο. Ο Ελληνικός λαός προσέρχεται σε αυτές αναποφάσιστος και σε πλήρη σύγχυση για την βαρύτητα και την σημασία των δικών του επιλογών. Η τιμωρητική ψήφος αφορά το παρελθόν, την απόδοση της ευθύνης, ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών. Δεν απαντά στο μέλλον.
Το μέλλον δεν το εκπροσωπεί κανένας «μικρός». Η ενίσχυση των «μικρών» αποτελεί μια γενική τάση που προκύπτει αντανακλαστικά από την κρίση του δικομματισμού. Δεν αφορά συγκεκριμένες υποστηρίξεις θετικές, αλλά μια πρόσκαιρη μετατόπιση, σημείο κι αυτή των καιρών. Που όμως δεν την εκλαμβάνουν έτσι οι ίδιοι. Η ρευστότητα και οι ανακατατάξεις είναι γενικευμένο φαινόμενο και τους αφορά όλους. Μέσα στην πολιτική κρίση είναι και οι «μικροί» και δεν αρκεί η κριτική στο δικομματισμό για να τους βγάλει από έξω.
Βασικό αιτούμενο της Ελληνικής κοινωνίας αποτελεί η ανανέωση της πολιτικής ζωής που σε αυτές της εκλογές δεν λαμβάνει μέρος. Έτσι είναι λογικό το βασικό διακύβευμα των εκλογών να περιορίζεται στον ελάχιστο στόχο της δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης (που νάναι βιώσιμη και να μην είναι ούτε δεξιά ούτε αριστερή).
Ο κίνδυνος της ακυβερνησίας μπορεί να είναι μικρός αλλά η ανησυχία του κόσμου μεγάλη.
Πίσω από τις κάθε λογής εθνικές κομπορρημοσύνες κρύβονται αγωνίες, ανασφάλειες και φόβοι. Τι άραγε μέσα σε όλη αυτή τη σύγχυση θα επικρατήσει ;
Ο κύκλος των ευθυνών πάντως δεν κλείνει με τις εκλογές. Καιρός μέρος τους να αναλάβουν (όσο πιο έγκαιρα γίνεται) κι όσοι, ενδιαφερόμενοι μόνο για τον εαυτό τους, καλλιέργησαν απερίσκεπτα πλήθος ψευδαισθήσεις για την διέξοδο που τάχα θα έδιναν οι εκλογές στην κρίση.


Μήλιος Χρήστος
      3-5-2012