“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019


ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΤΟΥΡΚΙΑΣ-ΛΙΒΥΗΣ και η ΕΛΛΑΔΑ

Μεθοδικά και προκλητικά η Τουρκία προέβη σε μια μονομερή ενέργεια κατοχύρωσης των διεκδικήσεων της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με στόχο την ανακήρυξη αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) με τη Λιβύη, που θα δημιουργήσει σε μια επόμενη φάση έναν θαλάσσιο άξονα μεταξύ των δύο χωρών διαγράφοντας από τον χάρτη τη μισή Κρήτη και νησιά του Νοτίου Αιγαίου. Έτσι η Ελλάδα θα αποκλείεται από οριοθέτηση τόσο με την Αίγυπτο όσο και με τη Λιβύη.
Η Τουρκία έχει μεταλλαχθεί από κεμαλική-κοσμική σε νεοοθωμανική χώρα, με επιθετικές ηγεμονικές βλέψεις στην ευρύτερη περιοχή. Ανοίγει συνεχώς μέτωπα επέκτασης της επιρροής της, με τελευταίο το μνημόνιο με τη Λιβύη, στα πλαίσια του θεωρήματος “περί Γαλάζιας Πατρίδας”.
Αυτή η νέα κατάσταση στην περιοχή πυροδοτεί ποικίλες αντιδράσεις στη χώρα, θέτοντας σε δοκιμασία τις πολιτικές με τις οποίες αντιμετωπίζουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αναγκαζόμαστε εκ των πραγμάτων να επεξεργαστούμε μια νέα εθνική στρατηγική. Όμως προϋπόθεση είναι να λύσουμε τη χρόνια αντίφαση μας: από τη μια υπάρχει η αναγνώριση ότι οι διεκδικήσεις μας δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με πολεμικά μέσα ενώ από την άλλη συνεχώς επικαλούμαστε το διεθνές δίκαιο, όμως αποφεύγουμε διπλωματικές πρωτοβουλίες με πιθανή κατάληξη τη διεθνή δικαιοσύνη για την επίλυση των διαφορών μας. Γιατί  κατά βάθος γνωρίζουμε ότι η παραπομπή των διαφορών σε διεθνή δικαιοδοσία δεν θα είναι 100% υπέρ μας. Κι αυτήν την πραγματικότητα το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία είναι ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν. Να αναλάβουν δηλαδή το κόστος ενός συμβιβασμού.
Σ’ αυτήν όμως την κρίσιμη καμπή, οι μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας στην περιοχή  επιβάλουν  η Ελλάδα να υπερασπιστεί και να κατοχυρώσει δικαιώματα που προκύπτουν από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, και ενός συνόλου κανόνων που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, μέσω μιας πολυδιάστατης-ενεργητικής διπλωματίας.

Αναδημοσιεύω ένα άρθρο του Χρήστου Ροζάκη(*) έναν από τους εγκυρότερους γνώστες του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας (Montego Bay 1982), καθώς παρουσιάζει με ενάργεια τα προβλήματα αλλά και τις δυνατότητες που προκύπτουν εξ αυτών.


Σ. Τ.  22-12-19 

Το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης και τα ελληνικά νησιά

ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΖΑΚΗΣ  9/12/19

Η νέα ενέργεια της Τουρκίας να υπογράψει μνημόνιο με τη Λιβύη έρχεται να προστεθεί στις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις της του τελευταίου καιρού, που ως αποτέλεσμα έχουν φέρει την Ελλάδα στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει για τα αυτονόητα. Σε αυτή την πρόσφατη κίνηση έρχεται να προστεθεί και ο χάρτης που παρουσίασε ο πρέσβης κ. Τσαγατάι Ερτζίγες, φυσικά με την πλήρη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας, και ο οποίος επεκτείνει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, που σημαίνει ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος δικαιούνται αντίστοιχο μερίδιο αυτής της θαλάσσιας ζώνης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεν Ελλάδα έχει νησιά στην περιοχή, η δε Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, έχει αυξημένη επιρροή στο θέμα της υφαλοκρηπίδας.

Όλα αυτά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο άρθρο 121, όλα τα νησιά, με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), και υφαλοκρηπίδας. Ως γνωστόν, η Σύμβαση δεσμεύει τους πάντες, μέρη και μη μέρη. Και τα μεν μέρη τα δεσμεύει λόγω της συναίνεσής τους να την επικυρώσουν και προσχωρήσουν σε αυτήν, τα δε τρίτα κράτη, όσα δεν την έχουν επικυρώσει, διά μέσου του αντίστοιχου εθιμικού δικαίου, που είτε προϋπήρχε, είτε η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν κινητοποίησε τη μεταβολή τους από συμβατική δέσμευση σε εθιμική δέσμευση.


Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς κατά πόσον η Τουρκία δεσμεύεται από το άρθρο 121 (παρά το γεγονός ότι αρνείται κατηγορηματικά να επικυρώσει τη Σύμβαση), αλλά κατά πόσον τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Και στο σημείο αυτό η διεθνής νομολογία έχει εξειδικεύσει το άρθρο 121, με το να κάνει μερικές προσαρμογές στον γενικό κανόνα του. Πράγματι, με γνώμονα ορισμένα κριτήρια (μέγεθος του νησιού, τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στον χώρο της οριοθέτησης), η νομολογία αποδίδει στα νησιά μια απόλυτη ή σχετική επήρεια, η οποία και προσδιορίζει το ποσοστό που το νησί δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν του ηπειρωτικού εδάφους. Δηλαδή να απολαμβάνει πλήρους επήρειας, όπως συμβαίνει με τις ηπειρωτικές ακτές.

Το Διεθνές Δικαστήριο προσφέρει μια ποικιλία από λύσεις, που εξαρτώνται από τα κριτήρια που προαναφέραμε. Στην υπόθεση, λ.χ., Τυνησίας κατά Λιβύης, αφομοίωσε τα τηνυσιακά νησιά Κερκενά με το ηπειρωτικό έδαφος, χωρίς να τους δώσει ξεχωριστή επήρεια, επειδή αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στο έδαφος της Τυνησίας. Στην περίπτωση της Λιβύης κατά Μάλτας το Δικαστήριο έσυρε μια οριοθετική γραμμή βορειότερα της μέσης γραμμής, δίνοντας μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας στη Λιβύη, επειδή έκρινε ότι οι λιβυκές ακτές ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές της Μάλτας, και κατά συνέπεια, η Λιβύη έπρεπε να απολαύσει μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας.    

Για την περίπτωση των ελληνικών νησιών που έχουν τις ανατολικές ακτές μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο, τι θα έλεγε το Δικαστήριο; Νομίζω ότι οι ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δικαιολογούν, λόγω της έκτασής τους, μια προβολή στην Ανατολική Μεσόγειο που να αποδίδει στην Ελλάδα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πρόκειται εδώ για πολύ μικρά νησιά, με περιορισμένες ακτές, κοντά στο ηπειρωτικό έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, που θα δικαιολογούσαν αγνόησή τους, κατά την οριοθέτηση, και συνεπώς απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που αποδίδονται από το άρθρο 121 της Σύμβασης. Επιφυλάσσομαι στο να διατυπώσω την άποψη μιας πλήρους επήρειας, γιατί αυτό είναι και συνάρτηση των αντίστοιχων παρακείμενων ακτών της γείτονος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία με το πρόσφατο μνημόνιο και τον δημοσιοποιημένο χάρτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην Ελλάδα για διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ περιορίζοντάς την στη στενή ζώνη της αιγιαλίτιδας των 6 ν. μιλίων.

Απέναντι σε αυτήν την ακραία συμπεριφορά τι όπλα έχει η Ελλάδα για να την αντιμετωπίσει; Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μόνο οριστικό και αδιαμφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη. Χρήσιμο είναι, προτού προσφύγουμε σε αυτήν, να επιχειρήσουμε επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, ούτως ώστε να πετύχουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ορισμένα θετικά αποτελέσματα από αυτές, και να διασκεδάσουμε τους φόβους της Τουρκίας ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Ακολούθως, θα πρέπει να ξεκινήσουμε διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, και κατάθεση, από κοινού, της προσφυγής.

Πάντως, αυτό το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι η τρέχουσα κατάσταση του ψυχρού πολέμου, γιατί εγκυμονεί κινδύνους απρόβλεπτης ανάφλεξης, ενός θερμού επεισοδίου τις φλόγες του οποίου δεν πρόκειται να κατασβέσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, οι φίλιες δυνάμεις.

(*) Ο Χρήστος Ροζάκης έχει διατελέσει πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου. Έχει διατελέσει επίσης για μικρό διάστημα, υφυπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1996. Συγγραφέας πολλών βιβλίων. Μεταξύ αυτών “Η ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΝΗ και το ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ”, εκδόσεις Παπαζήση 2013.

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019


ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ  2019

Διεργασίες και τάσεις   




Η τελευταία δεκαετία, στον απόηχο μιας πολυδιάστατης κρίσης, που ξεκίνησε ως οικονομική και αναζωπυρώθηκε ως προσφυγική, έχει επιφέρει πολλές αλλαγές στον κοινωνικοπολιτικό χάρτη της Ευρώπης.
Σήμερα η ΕΕ, εξήντα χρόνια μετά τη δημιουργία της (1958-2018), βιώνει μια μεγάλη εσωτερική σύγκρουση. Από τη μία πλευρά οι εθνολαϊκιστικές δυνάμεις που εκφράζουν μια εθνοκρατική αναδίπλωση, με ευρωσκεπτικιστική ρητορική και με ξενοφοβικό λόγο (στη δεξιά εκδοχή τους) κι από την άλλη οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης.

Ο εθνολαϊκισμός (δεξιός και αριστερός), ως απότοκο και αντίρροπο φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, μετά και την εκλογή του Τραμπ, έχει λάβει παγκόσμιες διαστάσεις, ενώ αποτελεί ήδη ένα απειλητικό γεγονός στην ευρωπαϊκή ήπειρο.
Την τελευταία δεκαετία, η παρουσία των εθνολαϊκιστικών κομμάτων διπλασιάστηκε στα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, τα ποσοστά τους στις εθνικές εκλογές παρουσιάζουν ανοδική τάση, με τελευταίο επεισόδιο, την εκλογή μιας ακροδεξιάς-εθνολαϊκιστικής κυβέρνησης στην Ιταλία. Η οποία όμως είναι ήδη αντιμέτωπη ως κυβέρνηση, με τις συνέπειες από την ακύρωση των προεκλογικών της εξαγγελιών.

Η άνοδος κυρίως του ακροδεξιού εθνολαικισμού και η παράλληλη πτώση των κομμάτων  που αποτέλεσαν τους πυλώνες της μεταπολεμικής Ευρώπης πιστοποιούν την κρίση των παραδοσιακών πολιτικών. Κεντροδεξιά και κεντροαριστερά υπό την πίεση των οικονομικών ανισορροπιών της παγκοσμιοποίησης και του προσφυγικού, βλέπουν την ισχύ τους να μειώνεται και αναζητούν νέες πολιτικές ταυτότητες και συμμαχίες, με τάσεις επιστροφής στις ιδεολογικοπολιτικές ρίζες τους.  

Γερμανία και Γαλλία αν και έχουν αναβαθμίσει την διμερή συνεργασία τους με τη πρόσφατη συνθήκη του Άαχεν, δεν έχουν κοινή στάση για το πλαίσιο και τη δυναμική της απαιτούμενης μεταρρύθμισης της ΕΕ. Έτσι οι-ως τώρα-μεταρρυθμίσεις στην Ε.Ε. δεν είναι ανάλογες  της κρίσης της.
Επιπλέον και οι δυο χώρες αντιμετωπίζουν πρωτοφανή εσωτερικά προβλήματα: η Γερμανία με την κρίση των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού και η Γαλλία, καθώς το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων αναγκάζει τον Μακρόν σε ένα μακρύ διάλογο, για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο με τη γαλλική κοινωνία. 

Απέναντι στις δυνάμεις του ακροδεξιού εθνολαϊκισμού, που ήδη αναζητούν κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές, η Ευρώπη αντιτάσσει τη δυναμική του Μακρόν ο οποίος έχει (αυτο)αναγορευθεί ως ο ντε φάκτο ηγέτης του στρατοπέδου των υπέρμαχων της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Η πρόσφατη συμφωνία του Μακρόν και του Φέρχοφσταντ ο οποίος προΐσταται της ευρωομάδας (Συμμαχία Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη ALDE), αλλά και του Ολλανδού πρωθυπουργού  Μαρκ Ρούτε (μέλος του ALDE) για τη δημιουργία ενός φιλοευρωπαϊκού μετώπου, και κοινή κάθοδο στις ευρωεκλογές, φιλοδοξεί να αλλάξει τον πολιτικό χάρτη του ευρωκοινοβουλίου, δημιουργώντας “τη δεύτερη μεγαλύτερη δύναμη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο”. 

Στην άλλη πλευρά οι δυνάμεις του ακροδεξιού εθνολαϊκισμού κινούνται επίσης προς τη δημιουργία μιας κοινής ομάδας στο ευρωκοινοβούλιο. Λεπέν και Σαλβίνι πρωτοστατούν στη δημιουργία του "Μετώπου Ελευθερίας", "κατά της παγκοσμιοποίησης και υπέρ της επιστροφής στα κράτη μέλη της εξουσίας-που έχει εκχωρηθεί στις Βρυξέλλες". Άλλωστε ανήκουν στην ίδια ευρωομάδα. Μαζί τους συνασπίζονται το αυστριακό “Κόμμα Ελευθερίας” του Αντικαγκελάριου Στράχε, το γερμανικό ακροδεξιό AfD (που εκπροσωπείται πλέον σε παγγερμανικό επίπεδο),  το ολλανδικό αντιμεταναστευτικό κόμμα του Βίλντρες και άλλοι….
Ενώ στο μέτωπο (Σαλβίνι-Λεπέν) παίζεται και η συμμετοχή του Ούγγρου Πρωθυπουργού  Όρμπαν, το κόμμα του οποίου (Fidesz) συμμετέχει στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΕΛΚ) με 12 ευρωβουλευτές. Όμως το αυταρχικό και αντιμεταναστευτικό καθεστώς που έχει επιβάλει ο Όρμπαν, προβληματίζει το ΕΛΚ, αν θα πρέπει να συνεχίζει να συμμετέχει ως μέλος του.
Πάντως  (Σαλβίνι και Λεπέν) αλλάζουν τη στάση τους απέναντι στην ΕΕ. Από τη ρητορική της διάλυσης της ΕΕ, ζητούν-εκ των έσω αλλαγές-για να την μετατρέψουν σε μία “Ένωση των Ευρωπαϊκών Εθνών”. Επίσης εθνικοί έξοδοι  από την Ευρωζώνη ή από την ΕΕ τύπου Brexit  δεν  προτάσσονται στην προεκλογική τους ατζέντα. Το χάος που προκαλεί το Brexit, μειώνει τον αριθμό των πολιτών που επιθυμούν έξοδο από την ΕΕ, υποχρεώνοντας σε αναθεώρηση τις όποιες αποσχιστικές τάσεις.

Οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές ομάδες, το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (EPP/ΕΛΚ) και η Ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D/Σ+Δ) αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της  μεγάλης πτώσης των ποσοστών τους. Μέχρι τώρα κατείχαν την απόλυτη πλειοψηφία και μοιράζονταν τις θέσεις στα ευρωπαϊκά όργανα. Αυτός ήταν ο κανόνας. Ωστόσο, από μια πιθανή πτώση των δυνάμεων τους, μπορεί να απαιτηθεί η σύμπραξη με άλλες φιλοευρωπαϊκές ευρωομάδες, για τις απαιτούμενες πλειοψηφίες, οπότε θα προκύψουν-αναγκαστικά-νέοι συσχετισμοί στα ενωσιακά όργανα.

Ιδιαίτερα για την Ομάδα Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D), τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν είναι καθόλου αισιόδοξα. Εκτός από την Ιβηρική όπου οι Σοσιαλιστές κρατούν δυνάμεις, παντού βρίσκονται σε πτώση. Στη Γερμανία το SPD έχει υποστεί τη μεγαλύτερη πτώση ποσοστών του μεταπολεμικά, στη Γαλλία οι Σοσιαλιστές αντιμετωπίζουν υπαρξιακό πρόβλημα. Στην Ιταλία το κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα είναι αποδυναμωμένο, ενώ σε πτωτική πορεία είναι και τα σοσιαλδημοκρατικά σκανδιναβικά κόμματα. Είναι το λεγόμενο πρόβλημα Pasokification (εξ αιτίας της πρώτης και μεγάλης πτώσης του ΠΑΣΟΚ στην EE). Επιπλέον το Brexit, αν τελικά συμβεί, θα στερήσει από τους (S&D) την ισχυρή παρουσία των Βρετανών Εργατικών (20 έδρες στις ευρωεκλογές του 2014).
Η τάση “αριστερού επαναπροσδιορισμού” της Σοσιαλδημοκρατίας, αποτέλεσμα της ευρείας κρίσης που διέρχεται, οδηγούν-αν και σε ένα πρώιμο στάδιο ακόμη-σε αναζήτηση νέων πολιτικών. Αλλά και νέων συμμαχιών καθώς  ήδη διαφαίνονται οσμώσεις με την Αριστερά και την Οικολογία.

Στο χώρο της ευρωπαϊκής Αριστεράς υπάρχουν επίσης εμφανείς μετασχηματισμοί. Η ευρωπαϊκή Αριστερά εκφράζεται στον Ευρωκοινοβούλιο μέσω της ευρωομάδας ”Ευρωπαϊκή Αριστερά/Αριστερά των Πρασίνων των Βόρειων Χωρών”. Στις ευρωεκλογές του 2014, το τμήμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, η λεγόμενη ριζοσπαστική Αριστερά, ήταν σε άνοδο και εξέφρασε πανευρωπαϊκά μια αριστερά που ήταν σε κρίση ταυτότητας και εκπροσώπησης.
ΣΎΡΙΖΑ, PODEMOS, το αριστερό μπλόκο στην Πορτογαλία, ακόμη και οι Βρετανοί Εργατικοί του Κόρμπιν, συνέθεσαν μια ανερχόμενη ευρωσκεπτικιστική δύναμη ενάντια “στις κυρίαρχες ελίτ  και τις πολιτικές της λιτότητας”, με τον Τσίπρα υποψήφιο για την  προεδρία της Κομισιόν το 2014.
Σήμερα, πέντε χρόνια μετά, η υποχώρηση της (ριζοσπαστικής) αριστεράς-σε πανευρωπαϊκό επίπεδο-είναι γεγονός. Ο ευρωσκεπτικιστικός λόγος της, έχει υποσταλεί. Τη σημαία πλέον του ευρωσκεπτικισμού σηκώνουν τα ακροδεξιά εθνολαϊκιστικά κόμματα, στην ευρωπαϊκή ήπειρο. 
Η ριζοσπαστική Aριστερά (μετά και τη στροφή του ΣΎΡΙΖΑ προς την Ευρώπη), περιορίζεται πλέον σε ένα ρόλο εντός του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος και όχι απέναντι του. Με κύριο στόχο την αντιμετώπιση του ακροδεξιού κινδύνου σε συστράτευση με τις φιλοευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις.

Τα οικολογικά κόμματα έχουν αρχίσει να παρουσιάζουν δυναμικό παρόν, στην κεντρική Ευρώπη (όπου και κυρίως υπάρχουν), σε περιοχές και χώρες όπως η Βαυαρία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, ενώ είναι τεράστια η δημοσκοπική τους άνοδο σε παγγερμανικό επίπεδο. Στο  νέο μετεκλογικό τοπίο, η παρουσία τους μπορεί να ενισχύσει καθοριστικά τις φιλοευρωπαϊκές συμμαχίες.

Στον δικό μας μικρόκοσμο, σε εξέλιξη βρίσκεται μια συζήτηση αναφορικά με τη σχέση των ευρωσοσιαλιστών με τον Σύριζα, ο οποίος μετέχει ως παρατηρητής στην ευρωσοσιαλιστική ομάδα από το 2016. Η αναζήτηση μιας νέας σχέσης των ευρωσοσιαλιστών με την ευρωπαϊκή Αριστερά, χρησιμοποιείται από τον Σύριζα, ως απόδειξη της σοσιαλδημοκρατικής στροφής του, όμως δεν είναι παρά μια ακόμη απόπειρα πολιτικού χαμαιλεοντισμού.

Εκατό ημέρες πριν τις ευρωεκλογές, στη χώρα μας, απουσιάζει ένας δημόσιος διάλογος για το παρόν και το μέλλον της ΕΕ, όταν όλα συνομολογούν ότι αυτές οι ευρωεκλογές  θα είναι οι κρισιμότερες όλων.
Κι όπως όλα δείχνουν, κάθε προσπάθεια θα επισκιαστεί  από τον έντονο κομματικό ανταγωνισμό, μπροστά στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές, ιδιαίτερα αν οι ευρωεκλογές συμπέσουν με τις βουλευτικές.


ΤΡΥΨΑΝΗΣ ΘΑΝΑΣΗΣ   26-2-2019