“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

Ουκρανία: Πολύ βαρύ το τίμημα της απεξάρτησης από τη Ρωσία







Όταν μερικά πράγματα δεν λύνονται στον καιρό τους μετά θέλουν πολλαπλάσιο κόστος για να λυθούν. Αυτό συμβαίνει σήμερα με την Ουκρανία. Η αιτία της σημερινής της κρίσης βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο έγινε η αρχική ανεξαρτοποίηση της Ουκρανίας από την Ρωσία.

Η Ουκρανία ανεξαρτητοποιήθηκε τυπικά το 1991, μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1989, όμως στην πραγματικότητα δεν αποδεσμεύτηκε ποτέ από τη Ρωσία. Αντίθετα με ότι συνέβη με τις άλλες χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης που απέκτησαν πλήρη ανεξαρτησία η Ουκρανία παρέμεινε υπό την κηδεμονία της Μόσχας, σε μια ιδιόμορφη σχέση, με χαρακτηριστικά προτεκτοράτου. Για τη Ρωσία η Ουκρανία αποτελεί “ζωτικό χώρο” στρατηγικής προτεραιότητας.
Η ενεργειακή-οικονομική εξάρτηση της Ουκρανίας από τη Ρωσία, αποτέλεσε το βασικό μηχανισμό επιβολής της ρώσικης κυριαρχίας. Η Ουκρανία καλύπτει το 80% των ενεργειακών της αναγκών, σε φυσικό αέριο, μέσω ρωσικών εισαγωγών. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, οι τιμές ενέργειας για την Ουκρανία, δεν καθορίζονταν από τις διεθνείς τιμές της αγοράς αλλά αποτελούσαν προϊόν διμερούς διαπραγμάτευσης. Στην πραγματικότητα η Ρωσία επέβαλε τιμές, μικρότερες ή μεγαλύτερες, ανάλογα με τη στάση των ουκρανικών κυβερνήσεων προς τη Μόσχα. Ενώ παράλληλα η ευάλωτη ουκρανική οικονομία συσσώρευε ενεργειακά χρέη. Η ρώσικη πλευρά με όπλο τη διακοπή παροχής ενέργειας, που χρησιμοποίησε ουκ ολίγες φορές την τελευταία εικοσαετία-με αποκορύφωμα το 2006 και το 2009-απαιτούσε, κατά περίπτωση, είτε αναπροσαρμογές στις τιμές ενέργειας, είτε την αποπληρωμή του χρέους. Ουσιαστικά, οι κατά καιρούς απαιτήσεις της, αποτελούν μηχανισμούς χειραγώγησης, για τη συνέχιση της υποταγής της μετασοβιετικής Ουκρανίας στη σφαίρα επιρροής της. Ενώ παράλληλα έστελνε πολλαπλά μηνύματα στην Ε.Ε. και στις ΗΠΑ, μη παρέμβασης στο “ζωτικό της χώρο”.

Η απόφαση του φιλορώσου προέδρου Γιανουκόβιτς να διακόψει τη διαδικασία σύνδεσης με την Ευρωπαϊκή Ένωση αποτέλεσε την αιτία των μεγάλων αντικυβερνητικών διαδηλώσεων, γνωστές ως Euromaidan, το Νοέμβριο του ’13. Το κίνημα, με αιχμή τη νεολαία, ήταν κίνημα απεξάρτησης από τη ρώσικη κυριαρχία, και ένταξης στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Ενώ γρήγορα το κίνημα των διαδηλώσεων μετατράπηκε σε εξέγερση, με στόχο την αποπομπή του Προέδρου από την εξουσία και τη διενέργεια εκλογών.
Σε κάποια φάση του κινήματος επικράτησαν οι εθνικιστές και οι ακροδεξιοί, καθώς τα κινήματα αυτά δεν διαθέτουν στρατηγική για τα επόμενα βήματα. Το ίδιο συνέβη με την αραβική άνοιξη και τους ισλαμιστές. Το κίνημα καπελώθηκε από τα ακραία στοιχεία τα οποία επέβαλαν συνθήκες τυφλής βίας, με στόχο το ρωσόφωνο στοιχείο καθώς υπάρχει ιστορικό υπόβαθρο αντισοβιετισμού-αντιρωσισμού στην ουκρανική κοινωνία. Επιπλέον η συνεχιζόμενη μετασοβιετική κηδεμονία της Ουκρανίας από τη Ρωσία, ανέπτυξε παραπέρα τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των Ουκρανών. Σε συνθήκες κηδεμονίας, η έξαρση του εθνικισμού είναι ιστορικά δεδομένη. Ωστόσο, από την “πορτοκαλί επανάσταση” του 2004, ως το κίνημα της ευρωπλατείας του 2013 υπάρχει ένα συνδετικό νήμα. Κι αυτό-πέρα από τα ακραία στοιχεία-είναι το αίτημα της ανεξαρτησίας και του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της ουκρανικής κοινωνίας.

Σε αντίποινα, η Ρωσία, εξαπέλυσε έναν ακήρυχτο πόλεμο, πρώτα καταλαμβάνοντας και στη συνέχεια προσαρτώντας την Κριμαία, στην οποία υπήρχε ήδη ειδικό καθεστώς αυτονομίας από την Ουκρανία. Το δημοψήφισμα που ακολούθησε, για την απόσχιση της Κριμαίας από την Ουκρανία και ενσωμάτωσης της στη Ρωσία, σε έναν πληθυσμό με δεδομένη τη ρώσικη πλειοψηφία, χρησιμοποιήθηκε προσχηματικά, ως το νομιμοποιητικό στοιχείο της προσάρτησης.
 
Στην Ανατολική Ουκρανία το Κρεμλίνο επέκτεινε την επέμβαση του, με στόχο αυτή τη φορά όχι την άμεση απόσχιση, αλλά την απειλή της. Οι φιλορώσοι αυτονομιστές εδραιώθηκαν, με τη βοήθεια του ρώσικου στρατού, οπότε ο Πούτιν μπορεί να προκαλεί, όποτε το θέλει, θερμά επεισόδια εκβιάζοντας, με την απειλή της απόσχισης, την Ουκρανική κυβέρνηση. Ώστε μαζί με το “ενεργειακό όπλο” που διαθέτει η Ρωσία να συνεχίσει να κρατά την Ουκρανία στη σφαίρα επιρροής της.

Η Ρωσία, 25 χρόνια μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου, αντιμετωπίζει την Ουκρανία εν πολλοίς ως επαρχία της, αψηφώντας τα θεμέλια της μετασοβιετικής ειρηνικής τάξης στην Ευρώπη. Κατέλυσε την αρχή του απαραβίαστου των συνόρων, της μη επέμβασης στα εσωτερικά άλλου κράτους και της μη προσάρτησης. Λειτουργεί με τους γεωπολιτικούς όρους του παρελθόντος: της διαμόρφωσης και επέκτασης ζωνών επιρροής, μέσω της πολιτικο-στρατιωτικής ισχύος της. Η αντίδραση της δύσης ήταν αναπόφευκτη. Η επιβολή κυρώσεων ήταν το λιγότερο που μπορούσε να κάνει.
Η εμπόλεμη κατάσταση στην ανατολική Ουκρανία, παρά τις ενδιάμεσες ειρηνευτικές εκεχειρίες, από ότι φαίνεται θα τραβήξει σε μάκρος. Και αυτό συνεπάγεται μεγάλα κόστη για την Ουκρανία και μια διαρκή ένταση στις σχέσεις Ε.Ε.-Ρωσίας που δεν συμφέρει καθόλου στους Ρώσους ολιγάρχες (οι οποίοι έχουν ήδη αρχίσει να αμφισβητούν την πολιτική Πούτιν). Εν τω μεταξύ το ρούβλι ακολουθεί μια δική του πορεία αποδυνάμωσης προσθέτοντας πλήθος από προβλήματα στην Ρώσικη οικονομία η οποία ολοένα περισσότερο εξαρτάται από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο τα οποία είναι υποχρεωμένη να πουλήσει στην Ευρώπη παρόλη την κρίση που περνούν οι σχέσεις τους. Ο Πούτιν στην ουσία εκτός από κάποιον περιορισμό στις εισαγωγές καταναλωτικών αγαθών δεν έχει άλλον τρόπο να πιέσει την Δύση. Δεν μπορεί να κάνει εμπάργκο στο πετρέλαιο και στο φυσικό αέριο γιατί τότε θα κινδύνευε με οικονομική κατάρρευση.
 
Από την κρίση της Ουκρανίας είναι δύσκολο να βγει η Ρωσία κερδισμένη. Τα 4,5 δίς που απέσπασε τελευταία εκβιαστικά από την Ε.Ε. για προηγούμενα ενεργειακά χρέη της Ουκρανίας δεν συνιστούν παρά προσωρινά οφέλη που είναι πολύ λίγα για να ισοσκελίσουν τις ζημίες από το εμπάργκο της δύσης. Οι πολιτικές άλλωστε των ζωνών επιρροής οριστικά στις μέρες μας έχουν πεθάνει. Οι αλληλεξαρτήσεις είναι τόσο μεγάλες που δεν αφήνουν καθόλου χώρο για βίαιες κατοχές χωρών και εθνικές περιχαρακώσεις ενώ συμβαίνει, στο πεδίο της οικονομίας,  να λύνονται πολύ περισσότερα ζητήματα από όσα στο πεδίο των μαχών. Ήδη η κατάρρευση των τιμών του αργού πετρελαίου προοιωνίζει παραπέρα αποδυνάμωση της Ρώσικης οικονομίας και ξυπνά, όπως είναι επόμενο, εφιάλτες προσφυγής και πάλι στο ΔΝΤ.

Στην Ελλάδα το κλίμα είναι φιλο-ρωσικό. Η Ελληνική κοινωνία γενικά ανατολικοφέρνει. Ο αντι-δυτικισμός της είναι ισχυρότερος από τις αρχές της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας. Αρχές που αποτελούν σήμερα βασικό κεκτημένο στην Ευρώπη και που εμάς ειδικά μας αφορούν. Αλλά δεν είναι η πρώτη φορά που θα είμαστε απέναντι στην Ευρώπη και τις πολιτικές της. Και δυστυχώς φθάσαμε σε σημείο να βάζουμε στην ίδια μοίρα τις εξαγωγές φρούτων και λαχανικών με τον σεβασμό των συνόρων και της ακεραιότητας μιας χώρας. Ευτυχώς η έκβαση των πραγμάτων δεν εξαρτάται από εμάς.

6-11-2014
Θανάσης Τρυψάνης

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2014

Η διάσωση του πολιτικού συστήματος Η ολική επαναφορά του Και οι νέες προκλήσεις








Το Ελληνικό πολιτικό σύστημα τελικά άντεξε. Με σοβαρές κρίσεις και απώλειες αλλά άντεξε.
Η πιθανότητα κατάρρευσης θα προϋπέθετε ίσως μεγαλύτερης έκτασης εθνική καταστροφή (π.χ. μια πιθανή έξοδο από το Ευρώ και την Ε.Ε.) η οποία εφόσον αποφεύχθηκε, χάρις στην Ε.Ε., αποφεύχθηκαν και τα χειρότερα για το σύστημα(και την κοινωνία)
Ήδη στους δύο πόλους του πολιτικού συστήματος, τον κεντρο-δεξιό και τον κεντρο-αριστερό, είναι σε εξέλιξη διαδικασίες ανασυγκρότησης, γεγονός που σημαίνει ότι η περίοδος της κρίσης και των διασπάσεων έχει τελειώσει και ότι οι ενότητες στους δύο χώρους προχωράνε. Οι ανασυγκροτήσεις αυτές οπωσδήποτε θα απαιτήσουν χρόνο αλλά είναι πλέον σαφές ότι οι φυγόκεντρες τάσεις και ο πολυκερματισμός έχουν εξαντλήσει την δυναμική τους.
Το πολιτικό σύστημα αναδιοργανώνεται. Αργά αλλά σταθερά ξαναβρίσκει τις ισορροπίες του και τον βηματισμό του. Ξεπερνά την κρίση του.


Κύριος παράγοντας σε αυτήν την εξέλιξη υπήρξε η λειτουργία των εφεδρειών του (αριστερών και δεξιών). Πέρα δηλ. από το γεγονός ότι η κρίση δεν πήρε καταστροφικές διαστάσεις ήταν και η λειτουργία των εφεδρειών του πολιτικού συστήματος που συνέβαλε στη διάσωσή του.
Χάρις σε αυτή η απορριπτικότητα του παλιού δικομματισμού δεν διοχετεύθηκε σε εξω-συστημικές δυνάμεις (που άλλωστε δεν έδωσαν κανένα έγκαιρο παρόν - αν θεωρητικά υποθέσουμε ότι υπάρχουν) αλλά απορροφήθηκε ομαλά από τρεις εφεδρικούς χώρους (πρόσκαιρους και μόνιμους): α) Τον κύριο εφεδρικό χώρο της αριστεράς β) από μια διάσπαση της Ν.Δ. (ΑΝΕΛ), και γ) έναν νεοεμφανιζόμενο στα κοινοβουλευτικά χρονικά της Ελλάδας ακροδεξιό χώρο. Από τους τρεις αυτούς χώρους η αριστερά, μετά την κατάρρευση του Πασοκ, έχει ήδη καλύψει το βασικό δομικό κενό που προέκυψε στο πολιτικό σύστημα στη διάρκεια της κρίσης.


Η πρόσφατη κρίση του πολιτικού συστήματος έχει την βάση της στην αδυναμία του να διαχειριστεί την οικονομική κρίση. Αυτή κορυφώθηκε με την παραίτηση της Κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και την αδυναμία της Ν.Δ. να το διαδεχθεί στην εξουσία. Η λύση Παπαδήμου (όπως η λύση Ζολώτα το 1989) ήταν μια λύση έξω από τα πλαίσια λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Η Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ είχαν χάσει την λαϊκή συγκατάθεση να κυβερνήσουν. Η ομαλή εναλλαγή των δύο κομμάτων στην εξουσία είχε μπει σε δοκιμασία. Αντιμετώπιζαν κρίση νομιμοποίησης και αναγκάσθηκαν να προσφύγουν σε μιας μορφής «εθνική» λύση, περιορισμένης διάρκειας έως ότου αποκατασταθεί, μέσα από εκλογές, ξανά η μερική έστω λειτουργία του πολιτικού συστήματος.


Σήμερα το πολιτικό σύστημα αποκαθιστά σιγά –σιγά την κανονική του λειτουργία.
Έχουν ήδη σχηματοποιηθεί οι δύο πόλοι του (Ν.Δ.-ΣΥΡΙΖΑ) λείπει όμως η καθιέρωση της ομαλής εναλλαγής τους που συνιστά ένα κρίσιμο ζήτημα που προμηνύει μια νέα κρίση, την τρίτη στη σειρά μετά το 1989 και το 2012.


Εν τω μεταξύ έχουν επανέλθει όλες οι καθιερωμένες νοοτροπίες και οι συμπεριφορές του παρελθόντος. Όλα θυμίζουν τις παλιές καλές μέρες του μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Βιώνουμε την ολική επαναφορά του. Οι ίδιες παρουσίες, ο ίδιος λόγος, το ίδιο ύφος, οι ίδιες πρακτικές. Σαν να μην μεσολάβησε τίποτα. Το πολιτικό σύστημα ξαναζεί μέρες δόξης λαμπρές. Το επίπεδο της βουλής και των πολιτικών συζητήσεων στα μίντια έχει πλήρως αποκατασταθεί. Μόνο κάποια πρόσωπα έχουν αλλάξει. Οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδειχθεί άξιοι συνεχιστές των στελεχών του ΠΑΣΟΚ. Φορείς της ίδιας πολιτικής κουλτούρας, της ίδιας καθημερινής πολιτικής νοοτροπίας και πρακτικής. Δεν υστερούν σε τίποτα. Στη θέση ενός στελέχους του ΣΥΡΙΖΑ κάλλιστα μπορεί κανείς νοητά να βάλει ένα στέλεχος του παλιού ΠΑΣΟΚ και να διαπιστώσει ότι δεν διαφέρουν σε τίποτα. Πώς να μην έχουμε ξαναπέσει σε ανούσιες συζητήσεις, στον πολιτικαντισμό την γραφικότητα, τον λαϊκισμό, την παροχολογία, τον κορπορατισμό (ειδικά αυτόν), την αλαζονεία κλπ. κλπ. όλα δηλ. τα γνωστά φαινόμενα που χαρακτήριζαν την πολιτική μας ζωή σαράντα χρόνια τώρα;

Το όλο φαινόμενο βέβαια δεν είναι στον αέρα. Έχει την «υλικότητά του». Τις ρίζες του στην κοινωνία, η οποία έχει περάσει από την φάση της απόρριψης του πολιτικού συστήματος και της αντι-μνημονιακής διαμαρτυρίας στην φάση και πάλι των διεκδικήσεων. Διεκδικεί ελαφρύνσεις και παροχές (από το πολιτικό σύστημα). Γεγονός που αποκαθιστά τις σχέσεις πολιτικού συστήματος –κοινωνίας που στην προηγούμενη περίοδο είχαν διαρρηχθεί. Η κοινωνία λοιπόν δεν εναντιώνεται πλέον αλλά απαιτεί. Και τα κόμματα ανταποκρινόμενα στο κύριο αίτημα των καιρών τρέχουν να προλάβουν να συντάξουν προγράμματα με ελαφρύνσεις και παροχές, χωρίς νάχει παρουσιάσει η οικονομία την παραμικρή οικονομική ανάπτυξη. Οι μεταρρυθμίσεις που επικαλείται η Ε.Ε. συνιστούν ότι πιο ανεπίκαιρο και επιζήμιο για το πολιτικό σύστημα και γίνεται προσπάθεια χρονικά τουλάχιστον να μετατεθούν. Αυτό είναι και το πνεύμα των διαβουλεύσεων από την μεριά της κυβέρνησης με την τρόϊκα αυτή την περίοδο.


Οι εθνικοί όροι λοιπόν του πολιτικού παιχνιδιού για αυτήν και την επόμενη φάση έχουν αποσαφηνιστεί. Δύσκολα πλέον ανατρέπονται. Με αυτούς θα πάμε. Κι ας προσκρούουν ευθέως στους Ευρωπαϊκούς όρους άσκησης πολιτικής. Στα εγχώρια αιτούμενα της περιόδου έχουν αναδειχθεί οι παροχές και οι ελαφρύνσεις . Οι Ευρωπαϊκές μεταρρυθμίσεις και τα περιοριστικά προγράμματα όσο αναγκαία, με οικονομικούς όρους, κι αν κρίνονται δεν συγκινούν στην Ελλάδα κανέναν. Το θέμα όμως είναι έτσι που οδηγούμαστε.


Οδηγούμαστε μέσα από μια περίοδο πολιτικής αστάθειας σε ένα οικονομικό πισωγύρισμα. Μια τέτοια εξέλιξη φαίνεται να είναι η πιο πιθανή. Εκτός κι αν…


Στην πράξη βέβαια, σε κάθε περίπτωση, είναι αδύνατον να κινηθούμε έξω από τα πλαίσια της καθορισμένης Ευρωπαϊκής πολιτικής, πέρα από όσα λέγονται και γράφονται ειδικά από την αριστερά που συνεχίζει να λειτουργεί με εξω-ιστορικούς όρους και εντελώς βολονταριστικά (σαν αντιπολίτευση). Μόνο πολύτιμο χρόνο μπορούμε να χάσουμε που θα ισοδυναμεί με μια σοβαρή ανακοπή της σημερινής όποιας γίνεται προσπάθειας σταθεροποίησης και προσαρμογής. Μια παρατεταμένη εκλογική περίοδος έξι και πλέον μηνών, με δύο πιθανές αναμετρήσεις, είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε, σε αυτή την περίοδο, να μας συμβεί. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνιστά κανέναν κίνδυνο. Μόνος μας κίνδυνος και πιο πιθανός είναι η ακυβερνησία. Και προς αυτήν βαδίζουμε. Το πολιτικό σύστημα για άλλη μία φορά αδυνατεί να δώσει πολιτική λύση. Αυτή θα προκύψει αναγκαστικά μέσα από την κρίση του, μια νέα κρίση διακυβέρνησης με άγνωστες προεκτάσεις και συνέπειες.


Οι ευθύνες για την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί επιμερίζονται και σε άλλους παράγοντες (πλην των πολιτικών που έχουν την κύρια ευθύνη).
Όταν κάποιος έχει οικονομικά καταστραφεί και μπορεί ακόμα να δανείζεται και να ζει, δύσκολα μπορεί να αποκτήσει συνείδηση της κατάστασής του. Έτσι σε ότι αφορά την Ελληνική κοινωνία μπορούμε να πούμε ότι όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης ελάχιστη πρόοδο σημείωσε σε ότι αφορά την αυτογνωσία της. Κινήθηκε διαρκώς σε μια κατεύθυνση μετάθεσης των ευθυνών από το πολιτικό σύστημα, στο μνημόνιο και τους δανειστές και κύρια την Μέρκελ για να καταλήξει στο διαχρονικό αίτημα για παροχές.
Από την άλλη τα μίντια κυριαρχούνται και θα κυριαρχούνται από το πρόβλημα της τηλεθέασης κι άρα στο μόνο στο οποίο μόνιμα θα αποσκοπούν θα είναι να γίνονται αρεστά σε όσο το δυνατόν περισσότερους προβάλλοντας τις πιο λαοφιλείς απόψεις. Αποτελούν τον κύριο μηχανισμό στις μέρες μας, αναπαραγωγής και διάδοσης του λαϊκισμού και του αντίστοιχου τρόπου σκέψης.
Τέλος το πανεπιστημιακό κατεστημένο στην πλειοψηφία του ιστορικά συντάχθηκε πάντα με ότι δέσποζε στα πολιτικά μας πράγματα με ελάχιστες εξαιρέσεις ανεξάρτητων διανοητών που πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα αλλά που ασκούν κατά κανόνα, ελάχιστη επιρροή στην κοινωνία.


Αν ισχύει η ρήση ότι κάθε κρίση προσφέρεται για μια νέα αρχή τότε θα πρέπει να επιδιωχθούν κι άλλες εξελίξεις πέρα από αυτές που είναι προεξοφλημένες να συμβούν. Η κρίση ήδη διαφαίνεται στον ορίζοντα και είναι πολύ δύσκολο πλέον, έως αδύνατον, να αποτραπεί. Εις μάτην επιμένει ο διακεκριμένος συνταγματολόγος Ν. Αλιβιζάτος (όπως και άλλοι) να προτείνει μεθόδους και τρόπους αποφυγής. Το ζητούμενο, κατά την γνώμη μας, είναι αν η επικείμενη πολιτική κρίση θα αποτελέσει αφετηρία και για κάποια αρχή. Σε αυτό το επίπεδο είναι ανάγκη να μεταφερθεί η όποια εναγώνια αναζήτηση και ο όποιος δημιουργικός προβληματισμός.


Μήλιος Χρήστος  

    7-9-2014


ΠΗΓΗ: www.pokethe.gr

Κυριακή 3 Αυγούστου 2014

ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ ΤΗΣ ΧΑΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΙΣΡΑΗΛ





Περί αυτού πρόκειται. Δεν υπάρχει κανένας πόλεμος των παλαιστινίων με το Ισραήλ. Πρόκειται για μια ακόμα αναμέτρηση της Χαμάς με το Ισραήλ. Οι Παλαιστίνιοι σαν μια κοινωνία των τεσσάρων περίπου εκατομμυρίων δεν μετέχουν στο πόλεμο. Απλώς ένα μέρος από αυτούς υφίσταται τα δεινά του.
Ο πόλεμος δεν αγγίζει τους Παλαιστίνιους της Δυτικής όχθης, ούτε την Φατάχ, ούτε την Παλαιστινιακή Αρχή. Όσον αφορά τους Παλαιστίνιους της Λωρίδας της Γάζας αυτοί κινήθηκαν κατά μάζες να φύγουν προς διάφορες κατευθύνσεις αλλά παρεμποδίστηκαν (και συνεχίζουν να παρεμποδίζονται) από την Χαμάς. Παραμένουν παγιδευμένοι να πληρώνουν το τίμημα μιάς άγριας αναμέτρησης.

Δεν υπάρχει ανεξαρτησιακό κίνημα που να μην έχει εμφυλιοπολεμικά χαρακτηριστικά, που να μην κατασπαράζεται από εμφύλιες διαμάχες
Το Παλαιστινιακό κίνημα δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση.
Χρόνια τώρα κρατά στους κόλπους του η διένεξη ανάμεσα σε μετριοπαθείς και αδιάλλακτους που πέρασε από διάφορες φάσεις για να καταλήξει στην σημερινή της μορφή με την Χαμάς από την μια και την Φατάχ από την άλλη με την πρώτη να κυριαρχεί στην Λωρίδα της Γάζας και την δεύτερη στην Δυτική όχθη.
Η Παλαιστινιακή κοινωνία είναι μια βαθιά διχασμένη κοινωνία.
Δεν είναι η γεωγραφική της κατάτμηση σε δύο ανεξάρτητες περιοχές η απουσία δηλ. ενός ενιαίου εθνικού χώρου που αποτυπώνει τον όποιο διαχωρισμό αλλά η άβυσσος που χωρίζει πολιτικά και ιδεολογικά τις δύο πλευρές. Από τη μια η στρατηγική της πολιτικής διευθέτησης του Παλαιστινιακού προβλήματος (Φατάχ) και από την άλλη η στρατηγική του ένοπλου αγώνα (Χαμάς).

Η άνοδος τα τελευταία χρόνια της Χαμάς και η απόλυτη επικράτησή της στη Λωρίδα της Γάζας οδήγησε στον Ισραηλινό αποκλεισμό της περιοχής. Χρόνια τώρα η Λωρίδα της Γάζας ασφυκτιά κάτω από το καθεστώς του αποκλεισμού από στεριά και θάλασσα προσπαθώντας να λύσει τα προβλήματα του ανεφοδιασμού δια μέσω Τούνελ από την μεριά των Αιγυπτιακών συνόρων.
Στοιχείο επιδείνωσης της ανθρωπιστικής κρίσης στη Λωρίδα της Γάζας αποτέλεσε η σχετικά πρόσφατη απόφαση της στρατιωτικής κυβέρνησης της Αιγύπτου να κλείσει τα τούνελ και τα άλλα συνοριακά περάσματα. Στο πρόβλημα του επισιτισμού που έτσι πήρε τραγικές διαστάσεις αν προσθέσει κανείς και το απαράδεκτο πολιτικό καθεστώς που έχει επιβάλει η Χαμάς στην Λωρίδα της Γάζας με την κατάργηση κάθε πολιτικού δικαιώματος και ελευθερίας καταλαβαίνει σε τι κόλαση ζωής βρίσκονται εκεί 1,5 εκατ. Παλαιστίνιοι άμαχοι.

Στην σπαρασσόμενη από εμφύλιες διαμάχες Παλαιστίνη ανακινήθηκε τελευταία, για άλλη μια φορά (είχε γίνει και το 2011 και το 2012 χωρίς επιτυχία) το θέμα του σχηματισμού κυβέρνησης εθνικής ενότητας με την υποστήριξη της Χαμάς χωρίς όμως και την συμμετοχή της στην κυβέρνηση (προκειμένου να μην διακοπή η οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ προς την Παλαιστινιακή αρχή που αποτελεί σημαντικό παράγοντα βιωσιμότητας της Δυτικής Όχθης)). Το όλο θέμα προκάλεσε σοβαρές τριβές στο εσωτερικό των ΗΠΑ ανάμεσα στους δημοκρατικούς και ρεπουμπλικάνους καθώς και σοβαρή κρίση στις σχέσεις ΗΠΑ-Ισραήλ.

Άσχετα από τις αντιδράσεις που προκάλεσε ο σχηματισμός αυτής της κυβέρνησης γεγονός είναι ότι αυτή δεν αποτελεί μια ουσιαστική πρόοδο στο Παλαιστινιακό.
Οι δύο διαφορετικές στρατηγικές συνεχίζουν να υπάρχουν. Ο σχηματισμός κυβέρνησης εθνικής ενότητας δεν συνεπάγεται σοβαρές πολιτικές συγκλίσεις. Η στρατηγική της σύγκρουσης με το Ισραήλ (η στρατηγική της Χαμάς) παραμένει πλειοψηφική μέσα στην Παλαιστινιακή κοινωνία. Η άποψη ότι η λύση του Παλαιστινιακού θα προκύψει από την πολεμική ήττα του Ισραήλ είναι η δημοφιλέστερη ανάμεσα στους παλαιστίνιους. Αλλά είναι και η πλέον ανέφικτη.
Η Χαμάς έχει μαξιμαλιστικούς στόχους (την επιστροφή στο καθεστώς του 1977 στην Παλαιστίνη-στόχο που υιοθέτησε πρόσφατα και ο Αλ. Τσίπρας) και ατελέσφορα μέσα (την ένοπλη αναμέτρηση με μια περιφερειακή υπερδύναμη). Η στρατηγική αυτή επιφυλάσσει στους παλαιστίνιους μεγάλες ήττες και μεγάλα δεινά.
Η λύση του Παλαιστινιακού είναι αδύνατον να επιτευχθεί με στρατιωτικά μέσα.
Αυτό δεν είναι συνειδητοποιημένο μέσα στην Παλαιστινιακή κοινωνία.
Οι Παλαιστίνιοι είναι στην πλειοψηφία τους με την Χαμάς και ταυτόχρονα ανέτοιμοι να δεχθούν τις καταστροφικές συνέπειες της πολιτικής της.
Έτσι θα πορεύονται διχασμένοι ανάμεσα στην εξεύρεση μιας πολιτικής λύσης και την σύγκρουση με το Ισραήλ. Έως ότου έλθει το πλήρωμα του χρόνου και αποσαφηνιστούν στο εσωτερικό του Παλαιστινιακού κινήματος οι στρατηγικές και τα αιτούμενα υπέρ μιας πολιτικής διευθέτησης του προβλήματος. Της μόνης δυνατής.

Μήλιος Χρήστος 2/8/2014

Αναδημοσίευση από το site www.pokethe.gr