“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2019


ΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΤΟΥΡΚΙΑΣ-ΛΙΒΥΗΣ και η ΕΛΛΑΔΑ

Μεθοδικά και προκλητικά η Τουρκία προέβη σε μια μονομερή ενέργεια κατοχύρωσης των διεκδικήσεων της στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο με στόχο την ανακήρυξη αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ) με τη Λιβύη, που θα δημιουργήσει σε μια επόμενη φάση έναν θαλάσσιο άξονα μεταξύ των δύο χωρών διαγράφοντας από τον χάρτη τη μισή Κρήτη και νησιά του Νοτίου Αιγαίου. Έτσι η Ελλάδα θα αποκλείεται από οριοθέτηση τόσο με την Αίγυπτο όσο και με τη Λιβύη.
Η Τουρκία έχει μεταλλαχθεί από κεμαλική-κοσμική σε νεοοθωμανική χώρα, με επιθετικές ηγεμονικές βλέψεις στην ευρύτερη περιοχή. Ανοίγει συνεχώς μέτωπα επέκτασης της επιρροής της, με τελευταίο το μνημόνιο με τη Λιβύη, στα πλαίσια του θεωρήματος “περί Γαλάζιας Πατρίδας”.
Αυτή η νέα κατάσταση στην περιοχή πυροδοτεί ποικίλες αντιδράσεις στη χώρα, θέτοντας σε δοκιμασία τις πολιτικές με τις οποίες αντιμετωπίζουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αναγκαζόμαστε εκ των πραγμάτων να επεξεργαστούμε μια νέα εθνική στρατηγική. Όμως προϋπόθεση είναι να λύσουμε τη χρόνια αντίφαση μας: από τη μια υπάρχει η αναγνώριση ότι οι διεκδικήσεις μας δεν μπορούν να ικανοποιηθούν με πολεμικά μέσα ενώ από την άλλη συνεχώς επικαλούμαστε το διεθνές δίκαιο, όμως αποφεύγουμε διπλωματικές πρωτοβουλίες με πιθανή κατάληξη τη διεθνή δικαιοσύνη για την επίλυση των διαφορών μας. Γιατί  κατά βάθος γνωρίζουμε ότι η παραπομπή των διαφορών σε διεθνή δικαιοδοσία δεν θα είναι 100% υπέρ μας. Κι αυτήν την πραγματικότητα το πολιτικό σύστημα και η κοινωνία είναι ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν. Να αναλάβουν δηλαδή το κόστος ενός συμβιβασμού.
Σ’ αυτήν όμως την κρίσιμη καμπή, οι μονομερείς διεκδικήσεις της Τουρκίας στην περιοχή  επιβάλουν  η Ελλάδα να υπερασπιστεί και να κατοχυρώσει δικαιώματα που προκύπτουν από τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, και ενός συνόλου κανόνων που διέπουν τις διεθνείς σχέσεις, μέσω μιας πολυδιάστατης-ενεργητικής διπλωματίας.

Αναδημοσιεύω ένα άρθρο του Χρήστου Ροζάκη(*) έναν από τους εγκυρότερους γνώστες του διεθνούς δικαίου και ειδικότερα της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας (Montego Bay 1982), καθώς παρουσιάζει με ενάργεια τα προβλήματα αλλά και τις δυνατότητες που προκύπτουν εξ αυτών.


Σ. Τ.  22-12-19 

Το μνημόνιο Τουρκίας-Λιβύης και τα ελληνικά νησιά

ΧΡΗΣΤΟΣ ΡΟΖΑΚΗΣ  9/12/19

Η νέα ενέργεια της Τουρκίας να υπογράψει μνημόνιο με τη Λιβύη έρχεται να προστεθεί στις συνεχείς και επαναλαμβανόμενες προκλήσεις της του τελευταίου καιρού, που ως αποτέλεσμα έχουν φέρει την Ελλάδα στη δύσκολη θέση να προσπαθεί να επιχειρηματολογήσει για τα αυτονόητα. Σε αυτή την πρόσφατη κίνηση έρχεται να προστεθεί και ο χάρτης που παρουσίασε ο πρέσβης κ. Τσαγατάι Ερτζίγες, φυσικά με την πλήρη συναίνεση της πολιτικής ηγεσίας, και ο οποίος επεκτείνει τα όρια της τουρκικής υφαλοκρηπίδας στο ήμισυ της Ανατολικής Μεσογείου, που σημαίνει ότι ούτε η Ελλάδα ούτε η Κύπρος δικαιούνται αντίστοιχο μερίδιο αυτής της θαλάσσιας ζώνης. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι η μεν Ελλάδα έχει νησιά στην περιοχή, η δε Κύπρος, ως νησιωτικό κράτος, έχει αυξημένη επιρροή στο θέμα της υφαλοκρηπίδας.

Όλα αυτά παραβιάζουν κατάφωρα το Διεθνές Δίκαιο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας, στο άρθρο 121, όλα τα νησιά, με εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, δικαιούνται αιγιαλίτιδας ζώνης, συνορεύουσας ζώνης, αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (ΑΟΖ), και υφαλοκρηπίδας. Ως γνωστόν, η Σύμβαση δεσμεύει τους πάντες, μέρη και μη μέρη. Και τα μεν μέρη τα δεσμεύει λόγω της συναίνεσής τους να την επικυρώσουν και προσχωρήσουν σε αυτήν, τα δε τρίτα κράτη, όσα δεν την έχουν επικυρώσει, διά μέσου του αντίστοιχου εθιμικού δικαίου, που είτε προϋπήρχε, είτε η ευρεία συμμετοχή κρατών σε αυτήν κινητοποίησε τη μεταβολή τους από συμβατική δέσμευση σε εθιμική δέσμευση.


Το ζήτημα δεν είναι συνεπώς κατά πόσον η Τουρκία δεσμεύεται από το άρθρο 121 (παρά το γεγονός ότι αρνείται κατηγορηματικά να επικυρώσει τη Σύμβαση), αλλά κατά πόσον τα νησιά έχουν υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ. Και στο σημείο αυτό η διεθνής νομολογία έχει εξειδικεύσει το άρθρο 121, με το να κάνει μερικές προσαρμογές στον γενικό κανόνα του. Πράγματι, με γνώμονα ορισμένα κριτήρια (μέγεθος του νησιού, τοποθεσία στην οποία βρίσκεται στον χώρο της οριοθέτησης), η νομολογία αποδίδει στα νησιά μια απόλυτη ή σχετική επήρεια, η οποία και προσδιορίζει το ποσοστό που το νησί δικαιούται ή δεν δικαιούται υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ. Το ζητούμενο είναι κατά πόσον η υφαλοκρηπίδα ενός νησιού μπορεί να ταυτιστεί με αυτήν του ηπειρωτικού εδάφους. Δηλαδή να απολαμβάνει πλήρους επήρειας, όπως συμβαίνει με τις ηπειρωτικές ακτές.

Το Διεθνές Δικαστήριο προσφέρει μια ποικιλία από λύσεις, που εξαρτώνται από τα κριτήρια που προαναφέραμε. Στην υπόθεση, λ.χ., Τυνησίας κατά Λιβύης, αφομοίωσε τα τηνυσιακά νησιά Κερκενά με το ηπειρωτικό έδαφος, χωρίς να τους δώσει ξεχωριστή επήρεια, επειδή αυτά βρίσκονταν πολύ κοντά στο έδαφος της Τυνησίας. Στην περίπτωση της Λιβύης κατά Μάλτας το Δικαστήριο έσυρε μια οριοθετική γραμμή βορειότερα της μέσης γραμμής, δίνοντας μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας στη Λιβύη, επειδή έκρινε ότι οι λιβυκές ακτές ήταν πολύ πιο εκτεταμένες από αυτές της Μάλτας, και κατά συνέπεια, η Λιβύη έπρεπε να απολαύσει μεγαλύτερο τμήμα υφαλοκρηπίδας.    

Για την περίπτωση των ελληνικών νησιών που έχουν τις ανατολικές ακτές μέτωπο στην Ανατολική Μεσόγειο, τι θα έλεγε το Δικαστήριο; Νομίζω ότι οι ακτές της Ρόδου, της Καρπάθου, της Κάσου και της Κρήτης δικαιολογούν, λόγω της έκτασής τους, μια προβολή στην Ανατολική Μεσόγειο που να αποδίδει στην Ελλάδα υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ. Δεν πρόκειται εδώ για πολύ μικρά νησιά, με περιορισμένες ακτές, κοντά στο ηπειρωτικό έδαφος της μιας ή της άλλης χώρας, που θα δικαιολογούσαν αγνόησή τους, κατά την οριοθέτηση, και συνεπώς απολαμβάνουν όλων των δικαιωμάτων που αποδίδονται από το άρθρο 121 της Σύμβασης. Επιφυλάσσομαι στο να διατυπώσω την άποψη μιας πλήρους επήρειας, γιατί αυτό είναι και συνάρτηση των αντίστοιχων παρακείμενων ακτών της γείτονος. Αλλά αυτό έχει μικρή σημασία, αν λάβουμε υπόψη ότι η Τουρκία με το πρόσφατο μνημόνιο και τον δημοσιοποιημένο χάρτη δεν αφήνει κανένα περιθώριο στην Ελλάδα για διεκδίκηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ περιορίζοντάς την στη στενή ζώνη της αιγιαλίτιδας των 6 ν. μιλίων.

Απέναντι σε αυτήν την ακραία συμπεριφορά τι όπλα έχει η Ελλάδα για να την αντιμετωπίσει; Οπως έχει τονιστεί επανειλημμένως, το μόνο οριστικό και αδιαμφισβήτητο όπλο είναι η προσφυγή στη διεθνή Δικαιοσύνη. Χρήσιμο είναι, προτού προσφύγουμε σε αυτήν, να επιχειρήσουμε επανέναρξη των διερευνητικών συνομιλιών, ούτως ώστε να πετύχουμε, όσο αυτό είναι δυνατόν, ορισμένα θετικά αποτελέσματα από αυτές, και να διασκεδάσουμε τους φόβους της Τουρκίας ως προς την αναγκαιότητα προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο. Ακολούθως, θα πρέπει να ξεκινήσουμε διμερείς διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συνυποσχετικού, και κατάθεση, από κοινού, της προσφυγής.

Πάντως, αυτό το οποίο δεν μπορεί να συνεχιστεί είναι η τρέχουσα κατάσταση του ψυχρού πολέμου, γιατί εγκυμονεί κινδύνους απρόβλεπτης ανάφλεξης, ενός θερμού επεισοδίου τις φλόγες του οποίου δεν πρόκειται να κατασβέσουν, όπως έκαναν στο παρελθόν, οι φίλιες δυνάμεις.

(*) Ο Χρήστος Ροζάκης έχει διατελέσει πρόεδρος του Διοικητικού Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Ευρώπης και Αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ομότιμος καθηγητής Διεθνούς Δικαίου του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Ινστιτούτου Διεθνούς Δικαίου. Έχει διατελέσει επίσης για μικρό διάστημα, υφυπουργός εξωτερικών στην κυβέρνηση που προέκυψε από τις εκλογές του 1996. Συγγραφέας πολλών βιβλίων. Μεταξύ αυτών “Η ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΩΝΗ και το ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ”, εκδόσεις Παπαζήση 2013.