“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2012

Η ΣΥΝΟΔΟΣ του ΟΗΕ για το ΚΛΙΜΑ στη ΝΤΟΧΑ του ΚΑΤΑΡ







Στη Ντόχα του Κατάρ συνεχίστηκε το ίδιο σκηνικό. Αναβολές επί αναβολών και συμφωνίες χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις. Η απόσταση μεταξύ της πολιτικής αντιμετώπισης του προβλήματος, και της συνεχούς επιδείνωσης του, συνεχώς διευρύνεται. Βιώνουμε πολλαπλώς την οριακότητα της κλιματικής αλλαγής (πρόσφατα κυκλώνας Σάντυ), αλλά απουσιάζει μια οικουμενική (δεν μπορεί να υπάρχει άλλη) αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Σ’ αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα, η σύνοδος του ΟΗΕ για το κλίμα στο Κατάρ, διατύπωσε, όπως και οι προηγούμενες, την αδυναμία μιας παγκόσμιας συνεννόησης, με δεσμευτικούς στόχους για όλους. Η σύνοδος κατέληξε σε συμφωνία (κάτι έπρεπε να αποφασιστεί) για την επέκταση της ισχύος ως το τέλος του 2020 του Πρωτοκόλλου του Κιότο. Το οποίο ούτως ή άλλως λήγει στα τέλη του 2012 και ουδέποτε λειτούργησε, πλήρως και δεσμευτικά και ούτε διαφαίνεται ότι  θα λειτουργήσει και στο μέλλον. Τυπικά, η νέα αυτή συμφωνία θα αφορά όχι μόνον τις βιομηχανικές χώρες, αλλά όλες τις χώρες, συμπεριλαμβανομένων των αναδυόμενων οικονομιών και τις ΗΠΑ.
Στην πραγματικότητα οι ΗΠΑ εξακολουθούν να παραμένουν εκτός Πρωτοκόλλου Κιότο, ακολουθώντας τη δική τους στρατηγική διατήρησης και ανάπτυξης της ισχύος τους . Οι αναδυόμενες οικονομίες (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κλπ.) θέτουν ως προαπαιτούμενο (για τη συμμετοχή τους στη παράταση του Κιότο) τη πλήρη συνέχιση της δέσμευσης στο Κιότο των ανεπτυγμένων χωρών και τη χρηματοδότηση τους από αυτές σε μέτρα περιορισμού των ρύπων. Στην πραγματικότητα κι αυτές δεν επιθυμούν να ανακόψουν την αναπτυξιακή τους πορεία, που διαρκώς τις αναβαθμίζει στην παγκόσμια σκακιέρα. Το ίδιο η Ρωσία, η Ιαπωνία και ο Καναδάς. Αποσύρθηκαν από τη συμφωνία, με το επιχείρημα ότι έχει έρθει ώρα οι μεγάλες αναδυόμενες οικονομίες, με πρώτες την Κίνα και την Ινδία, να συμμετάσχουν  στον περιορισμό των δικών τους εκπομπών των αερίων.
Τι απομένει; Η νέα συμφωνία να αφορά κυρίως βιομηχανικές χώρες, στις οποίες αναλογεί το 15% παγκοσμίως των εκπομπών αερίων που προκαλούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Αυτά είναι τα αποτελέσματα  της συνόδου στο Κατάρ.  Και η αόριστη προσδοκία να υιοθετηθεί "ένα πρωτόκολλο, ένα άλλο νομικό εργαλείο ή μια συμφωνία που θα έχει νομική ισχύ" στη διάσκεψη του ΟΗΕ που προβλέπεται να διεξαχθεί το 2015, ώστε η νέα αυτή συμφωνία να τεθεί σε ισχύ το 2020. Τίποτε δεν μας διασφαλίζει ότι τότε μπορεί να μην είναι αναστρέψιμες οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Χρειάζεται μια δυνατή παγκόσμια φωνή: THERE IS NOT PLANET B.
Θ.Τ.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΟΛΟΙ ΕΝΑΝΤΙΑ στο ΜΝΗΜΟΝΙΟ και ΥΠΕΡ της ΔΟΣΗΣ των 32,5 δις Ευρώ






Κάπως έτσι μπορεί να περιγραφεί το πλαίσιο των κινητοποιήσεων.
Η Ελληνική κοινωνία είναι υπέρ του δανεισμού χωρίς μνημόνια.
Διεκδικεί από την Ευρώπη,  δεν θέλει να βγει έξω από αυτήν.
Διεκδικεί να δανείζεται χωρίς όρους ή με λιγότερο επαχθείς όρους.
Πράγμα βέβαια δύσκολο έως αδύνατο, αλλά αυτό είναι που διεκδικεί. Όχι κάτι άλλο.

Το αντι-μνημονιακό κίνημα  είναι  ένα κίνημα διαμαρτυρίας.
Δεν είναι και ούτε μπορεί να μετασχηματισθεί σε πολιτικό κίνημα.
Και πολλή περισσότερο να στηρίξει πολιτικές ρήξης με την Ε.Ε.
Τρία χρόνια τώρα έχει μια ευθύγραμμη πορεία ανάπτυξης παραμένοντας σταθερά στο ίδιο επίπεδο εκδήλωσης μιας γενικής δυσαρέσκειας.

Η Ελληνική κοινωνία έχει λόγους να αντιδρά στα οικονομικά μέτρα. Δεν θα μπορούσε να συμφωνεί με αυτά. Αλλά είναι σαφή τα όρια των αντιδράσεών της. Αυτά δεν υπερβαίνουν το επίπεδο της έκφρασης μιας γενικής αγανάκτησης.

Η Ελληνική κοινωνία  δεν είναι υπέρ της καταψήφισης των μέτρων..
Ωστόσο θα συνεχίσει να διαδηλώνει ενάντιά τους.

Η κατάργηση  του μνημόνιου δεν είναι  ένα απομονωμένο ζήτημα.
Η κατάργησή του συνεπάγεται την διακοπή της χρηματοδότησης της Ελληνικής οικονομίας ( γεγονός που ελάχιστα έως καθόλου προβάλουν τα  αντι-μνημονιακά κόμματα ).
Το μνημόνιο είναι προϊόν του δανεισμού. Χωρίς την προσφυγή στον μηχανισμό διάσωσης της Ε.Ε. και στο Δ.Ν.Τ. δεν θα υπήρχε. Δεν  υπάρχει μνημόνιο χωρίς δανειακή σύμβαση.
Το τελευταίο σύνθημα του ΚΚΕ «όχι στο μνημόνιο όχι στις δανειακές συμβάσεις» φαίνεται νάναι «συνεπές» και ολοκληρωμένο, νάχει εσωτερική συνοχή και να εκφράζει το αυτονόητο. Τα μνημόνια πάνε μαζί με τις δανειακές συμβάσεις. Για να τα καταργήσεις πρέπει να πάψεις να δανείζεσαι.

Αλλά τι σημαίνει σήμερα μια  οικονομία χωρίς πηγές χρηματοδότησης; Σε τι κατάσταση αυτή άραγε αναγκαστικά θα περιέλθει; Οι αρνητές των δανειακών συμβάσεων οφείλουν να το εξηγήσουν. Να δώσουν μια σαφή εικόνα ενός τέτοιου μέλλοντος, εθνικής περιχαράκωσης και απομονωτισμού.

Το φαινομενικά  λοιπόν ορθό σύνθημα του ΚΚΕ είναι εντελώς λάθος.
Μπορεί να κολλάει απόλυτα στον αντι-ευρωπαϊσμό του ΚΚΕ (και στους αποσχιστικούς του στόχους – σε σχέση με την Ευρώπη) αλλα όχι και στις τρέχουσες διεκδικήσεις του αντι-μνημονιακού  κινήματος το οποίο δεν θέτει ζήτημα απόρριψης των δανειακών συμβάσεων και πολύ περισσότερο εξόδου από την Ε.Ε.

Όχι λοιπόν στα μνημόνια ναι στις δανειακές συμβάσεις.
Το πλαίσιο αυτό, παρά τις αντιφάσεις του (δανειακές συμβάσεις χωρίς μνημόνια είναι αδύνατον να υπάρξουν) καταγράφει τον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελληνικής κοινωνίας. Διεκδικεί από την Ευρώπη δεν θέλει να βγει έξω από αυτήν. Δεν είναι υπέρ ενός μοναχικού δρόμου (παρά τα όσα περί εθνικής ανεξαρτησίας  από δεξιά και αριστερά λέγονται και δίνουν την εντύπωση ότι πιάνουν τόπο). Η μονομερής διαγραφή του υπάρχοντος χρέους και η απόρριψη κάθε  δανειακής σύμβασης παραπέμπουν σε αυτάρκεις κλειστές κοινωνίες που ανήκουν οριστικά στο παρελθόν.

Πέραν του ΚΚΕ βέβαια υπάρχει και ο ΣΥΡΙΖΑ που ελλείψει στρατηγικής ερωτοτροπεί τόσο με τις απόψεις του ΚΚΕ όσο και με την ιδέα  της μονομερούς κατάργησης του μνημόνιου κι επιβολής μορατόριουμ (αναστολής) στην αποπληρωμή του χρέους. Όλα αυτά  οδηγούν στην  ίδια κατάληξη. Στην άμεση ή έμμεση απομάκρυνση από την Ε.Ε. Γεγονός που δεν συνάδει με τις διεκδικήσεις του αντιμνημονιακού κινήματος και τις απόψεις της συντριπτικής πλειοψηφίας της Ελληνικής κοινωνίας.
Πρόκειται για μειοψηφικές απόψεις που περιστασιακά  φαίνεται, μαζί με άλλες, ότι εκπροσωπούν το αντιμνημονιακό κίνημα ενώ στην ουσία είναι μετέωρες χωρίς πραγματική στήριξη από την κοινωνία.
Κάνει μεγάλο λάθος  όποιος νομίζει ότι  ένα κίνημα διαμαρτυρίας θα το μετατρέψει σε ένα αντι-ευρωπαϊκό πολιτικό κίνημα (ή οτιδήποτε άλλο «ανατρεπτικό»). Η Ελληνική κοινωνία βρίσκεται μακράν τέτοιων αναζητήσεων.
Με την τοποθέτηση πολιτικών διλημμάτων το μόνο που ενισχύεται είναι η απόσταση του «πολιτικού» από το «κοινωνικό», των κομματικών γραμμών από το πραγματικό γίγνεσθαι .
Οι συσχετισμοί των τάσεων  μέσα στην κοινωνία είναι αυτοί που τελικά θα καθορίσουν  την πορεία των πραγμάτων κι όχι οι αυτονομημένες  κομματικές πολιτικές.

Μήλιος Χρήστος
(δημοσιεύτηκε στο site  του Πολιτικού Κέντρου Θεσ/νίκης- www.pokethe.gr- στις 6-11-2012)

Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΗΡΘΕ Η ΕΙΚΟΝΑ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" ΣΤΗ ΠΟΛΗ ΜΑΣ !





"Απόσπασμα άρθρου του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή στις 21-10-2012"


Με τιμές αρχηγού κράτους υποδέχτηκαν στη Θεσσαλονίκη, πριν από μία εβδομάδα, την εικόνα της Παναγίας «Αξιον Εστί» τρεις υπουργοί, ο αρχιεπίσκοπος, ο δήμαρχος, ο μητροπολίτης και ο αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης (ο αποδεδειγμένα ευλαβής περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Παναγιώτης Ψωμιάδης δεν παρέστη, καθότι τελεί εν αργία). Η εικόνα, η «κοινή εφέστιος προστάτις» όλων των μονών του Αγίου Ορους, έφτασε επί κανονιοφόρου με το όνομα «Αρματολός», λες κι έβαλε κι εδώ την ουρίτσα του ο σατανάς, για να θυμίσει με παρηχητικό σαρκασμό όσους αμαρτωλούς (με όρους του θρησκευτικού δικαίου, του ποινικού ή και των δύο) σταυροκοπιούνται βαθιά με το δεξί τους χέρι, την ίδια ώρα που το αριστερό συνεχίζει τις επιδέξιες σκανταλιές του σε ποικίλα πεδία.

Η μεταφορά της εικόνας (παρόμοια είχε γίνει προ ετών και στην Αθήνα, και δεν είχε λείψει το οικονομικό σκάνδαλο), στα εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, έγινε για να δοθεί παραμυθία στον λαό, όπως ειπώθηκε, αλλά και, όπως αποσαφήνισε με εθνικοθρησκευτική ευλάβεια ο υπουργός Μακεδονίας και Θράκης, για να φανεί πανηγυρικά ότι «θα ξεπεράσουμε την κρίση με τη βοήθεια της Παναγίας». Δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που οι πολιτικοί μας, οι καίσαρες δηλαδή και οι καισαρίσκοι, μεταθέτουν ματαίως στον Θεό, στον Χριστό ή στην Παναγία τις δικές τους ευθύνες και υποχρεώσεις. Αλλά –θα έλεγε ένας πάντοτε ενοχλητικός Θωμάς– αν υπήρχε ενδεχόμενο θεομητορικής συνδρομής, θα μπορούσε να δοθεί και εξ αποστάσεως. Διότι, απλούστατα, η Παναγία δεν είναι η ανθρωπόπλαστη εικόνα της· δεν είναι –για όσους την πιστεύουν– το ξύλο, οι μπογιές και το πολύ ασήμι. Και επιπλέον η Παναγία, ως οικουμενικώς λατρευόμενη με μυριάδες ονόματα και ιδιότητες, που αφομοιώνουν κάθε τοπική κουλτούρα, δεν είναι (δεν θα μπορούσε να είναι) αρχηγός κράτους – οποιουδήποτε κράτους. Το να αποδίδονται λοιπόν τιμές αρχηγού κράτους σε μια εικόνα, όσο φημισμένη, δείχνει αφενός πόσο μακριά είμαστε ακόμα από τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους και, αφετέρου, ότι ο μεν εκθεατρισμός της ευλάβειας ερωτοτροπεί με το κιτς, η δε πολιτική εκμετάλλευση του θρησκεύειν αποτελεί μια από τις σκοτεινότερες μορφές λαϊκισμού. Οπερ σημαίνει ότι ακόμα περιμένουμε τον Διαφωτισμό.

Η υποδοχή της Θεσσαλονίκης, όπως και η ενιαύσια υποδοχή του εξ Ιεροσολύμων Αγίου Φωτός (παρά τα όσα καυστικά έχει γράψει ο Αδαμάντιος Κοραής γι’ αυτό το μη μυστήριο) φανερώνει πόσος παγανισμός υπάρχει ακόμα μέσα στον χριστιανισμό και πόση ειδωλολατρία μέσα σε ό,τι θεωρείται πνευματικό. Αλλά και πόση σκοπιμότητα στα σταυροκοπήματα: Αν θεωρήσουμε απαραίτητη την παρουσία στην υποδοχή της εικόνας του υπουργού Μακεδονίας και Θράκης, Θεόδωρου Καράογλου, με ποια λογική, κοσμική ή θρησκευτική, κρίθηκε αναγκαίο και υποχρεωτικό να παρευρεθεί επίσης τόσο ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Σταύρος Καλαφάτης όσο και ο υφυπουργός Αθλητισμού Γιάννης Ιωαννίδης; Πού συνάπτονται το περιβάλλον και ο αθλητισμός με την εικόνα, δεδομένου ότι μιλάμε για το «Αξιον Εστί» και όχι για την Παναγία την Πορτοκαλούσα του Αργους, που θα μπορούσε να θεωρηθεί προστάτις του περιβάλλοντος, ή την Παναγία την Τριχερούσα του Αγίου Όρους, που θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι την επικαλούνται οι αθλητές, οι τερματοφύλακες, ας πούμε, και οι μπασκετμπολίστες; Μήπως και οι δυο τους, Καλαφάτης και Ιωαννίδης, αποφάσισαν να βρεθούν εκεί λόγω καταγωγής και εκλογικής περιφέρειας, για να μην αποκτήσει δηλαδή θρησκειοψηφοθηρικό πλεονέκτημα ο επίσης Θεσσαλονικιός κ. Καράογλου, σε μια πόλη όπου ξέρουμε από παλιά πόσο ισχυροί είναι οι εκκλησιαστικοί και οι παραεκκλησιαστικοί παράγοντες και πόσο κρίσιμος ο ρόλος τους στη διαχείριση της ψήφου του χριστεπωνύμου πληρώματος; Μπα, εδώ ο Θωμάς μας μάλλον το παρακάνει. Τέτοια πράγματα δεν γίνονται.


Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Πέντε σχόλια για τον ΣΥΡΙΖΑ







Εν αρχή είν’ ο λόγος
Τώρα που η αριστερά πέρασε στα μίντια, που της δόθηκε απλόχερα βήμα για να μιλήσει και να εκφρασθεί, θα περίμενε κανείς ότι θα άλλαζε και το επίπεδο των τηλεοπτικών συζητήσεων, ότι θα έκανε την εμφάνισή του ένας άλλος λόγος, πιο πολιτικός, πιο συγκροτημένος, πιο υπεύθυνος.
Από την βαριεστιμάρα των άγονων τηλεοπτικών αναμετρήσεων, την ξύλινη παράθεση κομματικών επιχειρημάτων, την ακατάσχετη πολυλογία και τις πρακτικές των διακοπών και των τεχνικών οξύνσεων, θα  περνούσαμε σε έναν άλλο  «τηλεοπτικό πολιτισμό».
Δυστυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Η αριστερά δεν έχει εκφέρει, μέχρι στιγμής, κανέναν νέο πολιτικό λόγο. Δεν έχει ανατρέψει ούτε στο ελάχιστο την κρατούσα νοοτροπία και το επίπεδο πολιτικής συζήτησης. Δεν έχει, με άλλα λόγια, πολιτικοποιήσει τον τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων. Οπότε;

Από μια εκτίμηση
Στην  υπερ-εκτίμηση των δυνατοτήτων
Όταν όλη η πολιτική ενός κόμματος χτίζεται πάνω σε μια εκτίμηση υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Και το πρόβλημα συνίσταται τόσο στην συγκεκριμένη εκτίμηση (κατά πόσο είναι σωστή ή λαθεμένη) όσο  και  στο τι  αυτή συνεπάγεται.
Αν π.χ. οι Ευρωπαίοι πάψουν να υπολογίζουν το κόστος από μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ, τότε τι γίνεται;
Όλη η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όλος ο  «σκληρός του λόγος» βασίζεται στην εκτίμηση ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ότι οι Ευρωπαίοι, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, θα συνεχίσουν να  φοβούνται τις επιπτώσεις από μια έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ κι ότι  η εκμετάλλευση αυτού του  φόβου, αποτελεί στα χέρια μας το ισχυρότερο χαρτί.
Στην σημερινή φάση της αλληλεξάρτησης των οικονομικών φαινομένων είναι τεράστιο πολιτικό λάθος να υπερεκτιμά κανείς τις δυνατότητες επηρεασμού των διεθνών εξελίξεων. Το γεγονός της μεταδοτικότητας των κρίσεων δεν σημαίνει ότι κανείς, όσο ανίσχυρος και αν είναι, μπορεί να πιέζει και να εκμεταλλεύεται καταστάσεις. Αλίμονο. Τότε θα μιλούσαμε για μια ευάλωτη παγκοσμιοποίηση όπου θα κυριαρχούσε η ισχύς των μικρών και όπου οι δανειζόμενοι θα επέβαλαν τους όρους τους στους δανειστές κι ο  ΣΥΡΙΖΑ μόνος  του θα μπορούσε να ανατρέψει την κεντρική πολιτική της Ε.Ε. Μόνο  αυτό όμως δεν συμβαίνει.

Άλλο να μην μπορείς να πας μπροστά
κι άλλο να θέλεις να γυρίσεις πίσω
Το ότι ο κύκλος της μεταπολίτευσης θα έκλεινε πρώτα στην οικονομία αυτό κανείς δεν το είχε προβλέψει.
Όλες οι συζητήσεις αφορούσαν το πολιτικό τέλος της περιόδου.
Να όμως που η οικονομία προηγήθηκε της πολιτικής. Ανατράπηκε όλη η βάση αναπαραγωγής του μεταπολιτευτικού οικονομικού μοντέλου. Κι έμεινε το ξεπερασμένο πολιτικό σύστημα να διαχειρίζεται (έστω και στα περιορισμένα όρια που του υπαγορεύεται) μια κρίση που το υπερβαίνει.
Σε όλη την διάρκεια των τριών χρόνων που μεσολάβησαν, από το φθινόπωρο του 2009 μέχρι σήμερα, το Ελληνικό πολιτικό σύστημα στάθηκε συνεπέστατο απέναντι στον εαυτό του. Δεν μπόρεσε να  πάει τα πράγματα ούτε ελάχιστα μπροστά. Δεν έκανε τίποτα πέρα από αυτά που ήξερε τόσα χρόνια να κάνει. Περιόρισε, όσο περιόρισε, τις δημόσιες δαπάνες με οριζόντιες περικοπές, με μείωση των δημόσιων επενδύσεων και στάση πληρωμών προς τους ιδιώτες προμηθευτές και εισαγωγείς.
Αυτό που δεν έκανε (και είναι πολύ δύσκολο να κάνει) είναι να περιορίσει το κράτος. Το μέγεθός του. Κάτι τέτοιο θα είχε για το ίδιο δυσανάλογα μεγάλο πολιτικό κόστος. Και το πολιτικό κόστος συνεχίζει να αποτελεί τη βάση λειτουργίας του Ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση αναμετρώνται συνεχώς πάνω στο έδαφός του. Αποτέλεσμα η κοινωνία να καταλήγει να επωμίζεται το βάρος συντήρησης  όλου του μεταπολιτευτικού κράτους με νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και πρόσθετα φορολογικά μέτρα. Ούτε ένας οικονομικός διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας δεν προωθείται (το πιο αυτονόητο σε συνθήκες χρεοκοπίας του κράτους).
Κατά τα άλλα ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης που μας γυρίζει πίσω. Το μόνο πρόγραμμα σε όλη την Ευρώπη που όχι μόνο δεν προβλέπει καμιά  μείωση του κράτους αλλά στηρίζεται στην δημοσιονομική επέκταση. Η οποία αν δεν γίνει με δανεισμό, όπως προέβλεπε το οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης (του οποίου οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές ήταν και παραμένουν  ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ) με τι θα γίνει; Με την αύξηση των εσόδων (δηλ. της φορολογίας) όπως λέει ο Μηλιός;

«Το ΠΑΣΟΚ σαν πολιτικός χώρος είναι παρελθόν
Όχι όμως και ο λαϊκισμός σαν ιδεολογία»
(Α. Ελεφάντης )
Το φαινόμενο του λαϊκισμού στην  Ελλάδα είναι διαχρονικό. Απαντάται σε όλη την νεότερη Ελληνική ιστορία. Η ανάπτυξή του  δεν είναι ευθύγραμμη παρουσιάζει  διακυμάνσεις, ανάλογα με τις ομαλές ή έκρυθμες συνθήκες εξέλιξης του δημόσιου βίου. Υπάρχουν εποχές που προσφέρονται περισσότερο κι άλλες λιγότερο για λογοκοπία. Κάθε ιστορική έκδοση του φαινόμενου του λαϊκισμού έχει τις ιδιαιτερότητές του.
Ο λαϊκισμός έχει να κάνει τόσο με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό όσο και με τον συντηρητισμό αλλά και τον κοινωνικό συντεχνιασμό (κορπορατισμό ).
Η συνοχή του ΠΑΣΟΚ στηρίζονταν στο αντιδεξιό χαρακτήρα του λαϊκισμού του. Αυτό ήταν για την περίοδο της ανάδυσης  και της κυριαρχίας του το ενοποιητικό του στοιχείο. Πάνω σε αυτό οργανώθηκε  όλος ο μεταπολιτευτικός διπολισμός.
Η αναγκαστική εγκατάλειψη του αντι-δεξιϊσμού σήμανε και το τέλος του Πασοκικού λαϊκισμού και της συνοχής και της κυριαρχίας του σαν χώρου.
Ο λαϊκισμός σήμερα  του ΣΥΡΙΖΑ, κι άλλων δυνάμεων, είναι αντι-μνημονιακός και στην προέκτασή του αντι-γερμανικός κι ευρύτερα αντι-ευρωπαικός. Εχει κι αυτός κοντά πόδια (όπως και του ΠΑΣΟΚ). Στερείται ορίζοντα. Αργά ή γρήγορα ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον αντιευρωπαϊσμό του. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει παρελθόν  όχι όμως κι ο λαϊκισμός σαν ιδεολογία.

Κρίση ερμηνευτικού πλαισίου
Και κρίση της αριστεράς
Αν η κρίση είναι συστημική  δεν οφείλεται σε πολιτικές. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια απάντηση στην κρίση κι όχι η αιτία της. Όπως ο Κεϋνσιανισμός ήταν μια απάντηση στην κρίση του ΄29.
Αν οι κρίσεις προέκυπταν από πολιτικές τότε θα μπορούσαν να προληφθούν, να αποτραπούν ή και να εξαλειφθούν και να ζούμε χωρίς κρίσεις.
Η πολιτική κινείται στα όρια αποκλειστικά της διαχείρισης της κρίσης. Καμιά πολιτική δεν μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση.
Για τους ανθρώπους της πολιτικής έχει τεράστια σημασία να έχουν συνειδητοποιημένα τα όρια της πολιτικής σε κάθε κρίση.
Ελλείψει άλλης πολιτικής η αριστερά σήμερα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιστρέφει,  στις ανέφικτες για την εποχή μας,  Κεϋνσιανές πολιτικές, (της ανάπτυξης και της ρύθμισης), και να υπόσχεται την αδύνατη επίσης επιστροφή στο μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα «προοδευτικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης» για την αριστερά στην Ευρώπη.
Το γεγονός αυτό για την αριστερά καταγράφει την ήτα της ακόμα και στο επίπεδο της σοσιαλδημοκρατικής της εκδοχής. Καθώς έχουν προηγηθεί άλλες πιο κρίσιμες ιδεολογικές ήττες.
Δυστυχώς σήμερα  κανένα φάντασμα καμιάς αριστεράς δεν πλανάτε πάνω από την Ευρώπη. Ούτε του κομμουνισμού ούτε του σοσιαλισμού ούτε των εναλλακτικών κινημάτων. Πάει καιρός τώρα που έχουν πάψει όλα αυτά να αποτελούν, το καθένα στην εποχή του και με τον τρόπο του,  αντίπαλο δέος για το σύστημα.
Ποιος μπορεί σήμερα να ισχυριστεί ότι η λύση στην κρίση είναι ο σοσιαλισμός;
Και  ο όποιος θεμιτός βολονταρισμός για μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε πολιτική και την διαμόρφωση επαναστατικών συνθηκών  σε τι θα απέβλεπε; Τα ψελλίσματα περί λαϊκής εξουσίας, εθνικοποιήσεων,  κρατικοποιήσεων κλπ. είναι εντελώς ανεπαρκή να δώσουν πειστική απάντηση. Κι η προσπάθεια εισαγωγής στην Ευρώπη τριτοκοσμικών απαντήσεων του «λατινοαμερικάνικου σοσιαλισμού» είναι εντελώς αναντίστοιχη των οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών.
Η επιμονή ενός κόμματος της αριστεράς στην Ευρώπη σήμερα να κυβερνήσει μόνο σε εξουσιαστικά σύνδρομα μπορεί να αποδοθεί. Κι είναι αυτά που βασικά έχουν εξανεμίσει κάθε προηγούμενη συζήτηση για την κρίση της αριστεράς και την κρίση του ερμηνευτικού πλαισίου.
Τέσσερα χρόνια μετά την κρίση η αριστερά ελάχιστα έχει συνεισφέρει στην  ερμηνεία της.
Συχνά κι εντελώς αποσπασματικά αναφέρεται στα αίτια. Και εξ επαγωγής προτείνει λύσεις. Π.χ. ότι η κρίση οφείλεται στην κερδοσκοπία των τραπεζών και η λύση είναι ο έλεγχος  των χρηματοπιστωτικών αγορών ή ότι η κρίση οφείλεται στις πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας και προτείνει πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης και παροχών. Ακόμα προσφεύγει σε απαρχαιωμένα πρότυπα εθνικής διαχείρισης της κρίσης(μέσα από την θεωρία ότι η ύφεση είναι εισαγόμενη μέσα από μνημόνια,  δανειακές συμβάσεις κλπ.) και διολισθαίνει προς τον εθνικισμό..
Χωρίς λοιπόν καμία βαθύτερη επίγνωση των πραγμάτων και ελλείψει στρατηγικής επείγεται ο ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί την οικονομική κρίση της Ελλάδας. Το μόνο στο οποίο θα πρωτοτυπήσει είναι μερικοί ανώφελοι πειραματισμοί. Κατά τα άλλα πολύ σύντομα θα υποχρεωθεί να προσχωρήσει στην κεντρική Ευρωπαϊκή πολιτική.
Όσοι συγκαλύπτουν στις μέρες μας την κρίση της αριστεράς ενόψει της οικονομικής κρίσης διαπράττουν τεράστιο λάθος. Αυτή είναι ήδη παρούσα παντού.
Όσοι πιστεύουν ότι η αριστερά  μπορεί να κάνει μια «προοδευτικότερη διαχείριση της κρίσης» καλλιεργούν αυταπάτες. Μακάρι να υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα. Δυστυχώς με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει κι αυτό.
Η μεγαλύτερη ιστορική πρόκληση για  την νέα  αριστερά είναι να πάψει επί τέλους να αποτελεί μια περίπτωση συνεχών  διαψεύσεων. Ήδη φέρει στις πλάτες της ένα δυσβάσταχτο φορτίο αποτυχιών από το παρελθόν. Δεν είναι ανάγκη να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο και στο μέλλον.
Μήλιος Χρ
Αναδημοσίευση από το site www.pokethe.gr