“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Για την πολιτική κίνηση "Σπίθα"

και μια μικρή σκιαγράφηση
του «πολιτικού» Θεοδωράκη

Ήθελε πάντα να έχει λόγο στα πολιτικά πράγματα. Δεν σίγησε ποτέ, αν και στην πολιτική η σιωπή πολλές φορές είναι «χρυσός».
Ο Μίκης όμως δεν είναι πολιτικός (με την κλασσική έννοια του όρου). Είναι Μουσικός, καλλιτέχνης, μόνο που δεν αφιερώθηκε ποτέ όσο έπρεπε στην τέχνη του. Ανήκει σε μια ειδική κατηγορία καλλιτεχνών με σημαντική παρουσία και προσφορά στον σύγχρονο πολιτισμό. Στην κατηγορία των στρατευμένων καλλιτεχνών. Σε ένα είδος που ο αριθμός του έχει μειωθεί τελευταία δραματικά και που κινδυνεύει με εξαφάνιση. Είναι οι καλλιτέχνες που το έργο τους ταυτίζεται με την πολιτική τους στάση, που δεν μπορεί να εννοηθεί χωρίς αυτήν. Είναι η παράδοση του Μπρέχτ, του Πίντερ, της Βανέσα Ρεντγκρέϊβ, του Αραγκόν, του Νερούντα, του Ρίτσου κλπ. κλπ.
Μπορούμε να πούμε και να γράψουμε πολλά για τον Μίκη. Αλλά θα αυτό-περιοριστούμε σε μια μικρή σκιαγράφηση των πολιτικών του χαρακτηριστικών. Θα εκθέσουμε μερικές σκέψεις, (με αφορμή την τελευταία του κίνηση, την «Σπίθα»), σχετικά με το πώς αντιλαμβάνεται την πολιτική, με ποιο τρόπο εντάσσεται και λειτουργεί μέσα σε αυτή.
Την πολιτική διαδρομή του Μίκη μπορούμε να την χωρίσουμε σε δύο περιόδους:
Πριν και μετά την μεταπολίτευση.
Η ιστορία των προσωπικών πολιτικών παρεμβάσεων του Μίκη ξεκινά βασικά από την μεταπολίτευση και μετά. Μέχρι τότε ο Μίκης είχε μια ορισμένη συντεταγμένη δράση στο χώρο της Αριστεράς. Τα δεδομένα άλλαξαν σιγά-σιγά, από την διάσπαση του ΚΚΕ και μετά.
Η συμμετοχή του στα πολιτικά πράγματα μέχρι το τέλος της δικτατορίας παρακολουθεί πιστά τις προτεραιότητες και τις επιλογές της Αριστεράς. Την εποχή αυτή ο Μίκης φέρει όλα τα γενικά χαρακτηριστικά των επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών. Η Κομμουνιστική κουλτούρα είναι ισχυρή, απαράβατη και ολοκληρωμένη, δεν αφήνει περιθώρια για διαφοροποιήσεις και προσωπικές πολιτικές. Η ιεραρχία, η συλλογικότητα, η πειθαρχία, σε ότι μορφής αλλοτριώσεις κι αν οδηγούσαν, ήταν από τα βασικά γνωρίσματα των κομμουνιστών, αυτής της περιόδου, που οι ίδιοι έκαναν καθολικά αποδεκτά.
Η συμμετοχή του Μίκη στο Δημοκρατικό Μέτωπο, στη διάρκεια της Χούντας, έγινε πάλι με συντεταγμένο τρόπο και δεν παρουσίασε ουσιώδεις διαφοροποιήσεις (υπήρξαν και εκεί κάποια συμβάντα αλλά όχι τόσο σημαντικά). Η αυτονόμηση γίνεται με την έναρξη της μεταπολίτευσης, με το περίφημο «ή Καραμανλής ή τα τανκς». Κι έκτοτε ακολουθούν κι άλλα, όπως το γνωστό ξέσπασμα το ΄76 ενάντια στα μέλη της ΚΝΕ, που είχε κάνει τότε μεγάλη αίσθηση (τα περί «γενίτσαρων» κλπ.), το ΄78 η ανοιχτή τοποθέτησή του υπέρ του ΚΚΕ, στη διαμάχη με το ΚΚΕεσ («δεν χωρούν στην Ελλάδα δύο ΚΚ, ο λαός αποφάσισε»), οι κατά διαστήματα προσεγγίσεις και προστριβές με το ΠΑΣΟΚ και τον Α. Παπανδρέου, η κυβερνητική συνεργασία με τον Μητσοτάκη, τα φιλειρηνικά ανοίγματα προς την Τουρκία κι η εγκατάλειψή τους, η ευθυγράμμιση με την «συντηρητική» παράδοση της Ελληνικής ιστοριογραφίας, (με ότι αλλοιώσεις και παραχαράξεις συνεπάγεται αυτή), κι η προσχώρησή τελικά στον εθνικιστικό χώρο της «πατριωτικής» αριστεροδεξιάς, όπως αυτή εκτείνεται, τα τελευταία χρόνια οριζόντια από τη Ν.Δ., ως το ΠΑΣΟΚ, το ΛΑΟΣ, περιλαμβάνει έντυπα, πρόσωπα και ομάδες του ευρύτερου αριστερού χώρου και φθάνει ως τις παρυφές του ΚΚΕ.
Η περίοδος λοιπόν της αυτονόμησης του Μίκη (από την μεταπολίτευση και μετά) είναι η πιο ενδεδειγμένη για την σκιαγράφηση της πολιτικής του προσωπικότητας.
Είναι πολύ δύσκολο για έναν παρορμητικό χαρακτήρα σαν τον Μίκη να διατηρήσει μια συνέχεια (και συνέπεια) στις πολιτικές του τοποθετήσεις. Αυτές δεν μπορούν παρά να παρουσιάζουν πλήθος αντιφάσεις, ανακολουθίες και κενά. Αυτό, με τη σειρά του, δημιουργεί ένα πρόβλημα αξιοπιστίας και σοβαρότητας (το οποίο αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα τη στιγμή που ο Μίκης αναλαμβάνει την ηγεσία μιας κίνησης). Κάποτε ο Α. Ελεφάντης είχε αναρωτηθεί πώς τράφηκε ένα τέτοιο είδος πολιτικού μέσα στον χώρο της Αριστεράς. Κι αναφέρονταν σε αυτό το στοιχείο της συνεχούς αντιφατικότητας, της ανακολουθίας κι αναθεώρησης θέσεων που χαρακτηρίζει τον Μίκη.
Ο ίδιος ο Θεοδωράκης, από την μεριά του, δεν φαίνεται να κατανοεί ότι υπάρχει κάποιο τέτοιο πρόβλημα. Μέχρι τώρα δεν έχει τοποθετηθεί κριτικά σε σχέση με παλαιότερες θέσεις του. Κι όχι μόνο. Στις μακρές αφηγήσεις του, στα μαζικά μέσα ενημέρωσης, υποστηρίζει ότι είχε πάντα δίκιο (σε όσα επιλέγει να αναφέρεται γιατί υπάρχουν κι αυτά που τα προσπερνά). Και αυτή την πεποίθησή του, ότι είχε πάντα δίκιο, την στηρίζει στο επιχείρημα ότι αυτός ήταν πάντα κοντά στο λαό.
Το όλο θέμα, της πολιτικής συμπεριφοράς του Μίκη στο χώρο της Αριστεράς, αντιμετωπίζεται, όλα αυτά τα χρόνια, με μια αμήχανη φράση: «τι να κάνουμε, έτσι είναι ο Μίκης». Μια φράση που του αποδίδει βασικά το πολιτικό ακαταλόγιστο σε κάθε περίπτωση (με ότι σημαίνει αυτό για ένα πολιτικό πρόσωπο). Έτσι αντιμετωπίστηκε μέχρι τώρα ο Μίκης και έτσι συνεχίζει να αντιμετωπίζεται και τώρα. Ήδη σπανίζουν σε έντυπα και ιστοσελίδες της αριστεράς οι αναφορές στην κίνηση Θεοδωράκη. Ότι κι αν πει ο Μίκης, ότι κι αν κάνει, η ίδια φράση θα τον ακολουθεί. Κι ο ίδιος θα κάνει ότι μπορεί να την επιβεβαιώνει.
Εμείς θα παραβιάσουμε αυτή την συνθήκη. Θα καταλογίσουμε στον Θεοδωράκη ευθύνες γι αυτό που κάνει. Γιατί πιστεύουμε ότι οι περιστάσεις είναι κρίσιμες και ότι το πολιτικά ακαταλόγιστο, σε αυτές ειδικά τις συνθήκες, για κανέναν δεν ισχύει.
Η νέα κίνηση Θεοδωράκη είναι γεγονός ότι δεν αγγίζει τον χώρο της Αριστεράς. Το δείχνουν και οι συγκεντρώσεις. Οι δεσμοί του με αυτήν έχουν προ πολλού διαρρηχθεί. Ο Μίκης έχει « εθνικοποιηθεί», έχει αποκτήσει ένα ευρύτερο Εθνικό ακροατήριο, με το οποίο πλέον διαλέγεται και το οποίο προσπαθεί να εκφράσει. Το πλαίσιο της νέας του κίνησης απευθύνεται σε αυτό το κοινό. Δεν θα μπορούσε ο Μίκης να αναλάβει, στις μέρες μας, μια πρωτοβουλία στο χώρο της Αριστεράς. Δεν του αντιστοιχεί. Έχει πάρει εδώ και καιρό τις αποστάσεις του, κινείται σαν μια ανεξάρτητη προσωπικότητα εθνικού βεληνεκούς. Αυτό είναι που τον φέρνει σε μια στενή σχέση με δυνάμεις, που από άλλο δρόμο, έχουν οδηγηθεί στα ίδια πολιτικά συμπεράσματα με αυτόν.
Ας παρακολουθήσουμε το πλαίσιο της συνάντησης όλων αυτών των δυνάμεων όπως αποτυπώνεται στη δημιουργία της νέας πολιτικής κίνησης.
Η διακήρυξη της νέας κίνησης έχει Εθνικό χαρακτήρα. Μιλάει για Εθνική Ανεξαρτησία, Λαϊκή Κυριαρχία, Πατριωτική Αναγέννηση. Θυμίζει διακηρύξεις του 1974, (Πολυτεχνείο, Διακήρυξη ΠΑΣΟΚ κλπ.) χωρίς όμως να αναφέρεται σε κοινωνικές αλλαγές, σοσιαλισμούς κλπ. Είναι μια διακήρυξη καθαρά Εθνική που «απευθύνεται σε όλους τους Έλληνες» (χωρίς καμία κοινωνική διάκριση). «Η Ελλάδα ανήκει στην Ελλάδα», είναι ένα από τα συνθήματά της.
Η σημερινή κρίση, κατά τον Θεοδωράκη, συνδέεται βασικά με ξένες επιβουλές και σχέδια από τις ΗΠΑ. Αυτά εκτός από «την Εθνική συρρίκνωση με εδαφικές αποσπάσεις σε Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Αιγαίο και Κύπρο» στοχεύουν στην«εξουδετέρωση του ελεύθερου φρονήματος του Ελληνικού λαού, την καταστροφή της γλώσσας, της θρησκείας, και του πολιτισμού». Σημαντικό μερίδιο στην υλοποίηση αυτών των στόχων έχει ο Εβραϊκός παράγοντας (εξ΄ ου και ο αντι-σιωνιστικός χαρακτήρας της κίνησης). Σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση τα πράγματα (παρά τα επιφαινόμενα) είναι πιο σοβαρά. Δεν της αποδίδονται ανθελληνικά σχέδια, όπως στις ΗΠΑ και στο Εβραϊκό λόμπυ, αλλά δηλώνεται ότι στο οικονομικό (που αποτελεί τη βάση της σχέσης μας με την Ε.Ε.) θα αναζητηθούν λύσεις εκτός Ευρώπης, στα πλαίσια άσκησης μιας εθνοκεντρικής πολιτικής….. με αποκλειστικό γνώμονα τα συμφέροντα της Ελλάδας. Η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ε.Ε. αλλά θα ασκεί ανεξάρτητη οικονομική πολιτική.
Όλο το πλαίσιο της διακήρυξης έχει «καθαρά» Εθνικό χρώμα. Εδώ πρέπει να διευκρινίσουμε κάτι που έχει πέσει τελευταία στην αντίληψή μας μέσα από διάφορες συζητήσεις. Από μια πρώτη ματιά, ο λόγος του Μίκη, φαίνεται να επαναφέρει ζητήματα της πρώτης περιόδου της μεταπολίτευσης (εξάρτηση, ιμπεριαλισμός, ανεξαρτησιακά κινήματα κλπ), όλη δηλ. την «αριστερή» ζύμωση εκείνης της περιόδου. Στην ουσία όμως συμβαίνει κάτι διαφορετικό. Τα ίδια αυτά τα θέματα τίθενται μέσα από άλλο πρίσμα.
Η συζήτηση έχει καθαρά χαρακτήρα Εθνικό. Έχει άλλο νόημα διαμετρικά αντίθετο. Δεν αφορά μιαν «κοινωνική» προσέγγιση των πραγμάτων.
Σε όλη την διάρκεια των πρώτων χρόνων της μεταπολίτευσης, τα παραπάνω ζητήματα συνδέονταν αναπόσπαστα με την προοπτική της κοινωνικής αλλαγής. Ο αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό, η απεξάρτηση, είχαν το νόημα ότι υπηρετούσαν την στρατηγική της μετάβασης στο Σοσιαλισμό. Δεν ήταν απλά ένας όρος για μιαν Εθνική, πατριωτική αναγέννηση. Έχουμε λοιπόν μιαν καθαρά Εθνική αναδιατύπωση παλαιότερων ιδεολογημάτων, όπου η απεξάρτηση περιορίζεται στη διασφάλιση της Ανεξαρτησίας και στα ζητήματα δημοκρατικής διακυβέρνησης της χώρας («λαϊκής κυριαρχίας»).
Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά επιστροφή στα παλιά, στο μεταπολιτευτικό δηλ. κλίμα, όπως δίνεται η εντύπωση αρχικά. Υπάρχει επιστροφή σε άλλα πράγματα. Η κίνηση είναι καθαρά εθνικού περιεχομένου με δανεικά στοιχεία από όλη την μακρόχρονη διαδρομή του Ελληνικού Εθνικισμού. Το Ελληνικό έθνος, με όλες τις «ιερές» του παραδοχές (εθνική ιστορία, εθνική παράδοση, εθνική θρησκεία, εθνικές διεκδικήσεις, εθνική πολιτική και ιδεολογία, εθνική κουλτούρα) αποτελεί την βάση στην εκφορά του ιδεολογικού λόγου της κίνησης. Η έννοια του Ελληνικού λαού επαναφέρεται με την έννοια του «περιούσιου», του εκλεκτού λαού που βρίσκεται στο επίκεντρο διεθνών μεθοδεύσεων. Η διέξοδος αναζητείται στην προοπτική της πατριωτικής αναγέννησης, της ανασύνταξης της Εθνικής ιδεολογίας, που βρίσκεται σε υποχώρηση.
Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται όλη η προβληματική Θεοδωράκη. Είναι πράγματα χιλιο-ειπωμένα, καθ’ ότι συνιστούν την κυρίαρχη ιδεολογία σε όλες της τις αποχρώσεις και εκδοχές. Πρόκειται για «δουλεμένα» θέματα από τους πάσης φύσεως ιδεολογικούς μηχανισμούς, και εξαντλημένα, κατά κάποιο τρόπο. Μπορεί ο Θεοδωράκης, και οι περί αυτόν, να έχουν την αίσθηση του νέου, ότι υπερασπίζονται μια νέα υπόθεση. Αυτό αφορά την δική τους (όψιμη) οργανική ένταξη, δεν έχει να κάνει με την ιστορία αυτών των ιδεολογημάτων, που είναι πολύ παλιά. Στην ουσία καταπιάνονται με παρωχημένα, από κάθε άποψη, ζητήματα Εθνικής ιδεολογίας και πολιτικής.
Για πολλά πράγματα όταν φθάνει το τέλος, όταν κλείνει ένας ιστορικός κύκλος στη ζωή τους, υπάρχει πάντα το ενδεχόμενο για μια νέα αρχή. Δεν γνωρίζουμε αν κάτι τέτοιο θα συνεχίσει να ισχύει για τον Ελληνικό Εθνικισμό, που από ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους αναπαράγεται διαρκώς με νέες μορφές. Το βέβαιο είναι ότι η μορφή με την οποία λειτούργησε στην νεότερη περίοδο της μεταπολίτευσης έχει αγγίξει, εκ των πραγμάτων, ένα όριο. Η Ελληνική κοινωνία είναι υποχρεωμένη, στα επόμενα χρόνια να αντιμετωπίσει και να ξεπεράσει τους ιδεολογικούς της αναχρονισμούς. Αν δεν μπορέσει να το κάνει θα βρεθεί με τον πιο βέβαιο τρόπο στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων.
Η σύγχρονη Ελλάδα της μεταπολίτευσης χαρακτηρίζεται από μια κεντρική αντίφαση: Από τη μια έχει μια σταθερή πορεία θεσμικής ενσωμάτωσης σε όλες τις δομές του Δυτικού κόσμου (όσο ελάχιστες χώρες) κι από την άλλη εσωτερικά κυριαρχείται από ιδεολογήματα τριτοκοσμικά, ανεξαρτησιακά, αντι-δυτικά.
Η Ελλάδα είναι από τις πρώτες χώρες που ολοκλήρωσε την ένταξή της στις υπάρχουσες υπερεθνικές δομές και μάλιστα σε χρόνο, που κατά κοινή ομολογία, δεν της αντιστοιχούσε. Δεν συμμετέχει απλώς στην Ε.Ε. αλλά στον πυρήνα των αναπτυγμένων Ευρωπαϊκών Κρατών (Ευρωζώνη). Από αυτή την άποψη έχει ένα πλεονέκτημα σε σχέση με άλλες χώρες που διεκδικούν επίμονα να φθάσουν στο επίπεδο που βρίσκεται θεσμικά σήμερα η Ελλάδα.
Η Ελληνική κοινωνία, από την άλλη, δεν έχει καμιά αίσθηση της θέσης της διεθνώς. Αδυνατεί να παρακολουθήσει τις Ευρωπαϊκές εξελίξεις. Δεν μπορεί και δεν θέλει να δει τον εαυτό της σαν μια Ευρωπαϊκή χώρα. Πολύ περισσότερο αδυνατεί να κατανοήσει την νέα οικουμενική εποχή.
Η Εθνική της ιδεολογία δεν της το επιτρέπει. Το θέμα ανάγεται στην ιστορική συγκρότηση της Νεοελληνικής ταυτότητας. Όλος ο μύθος της συνέχειας, της πολιτισμικής αυτάρκειας, της υπεροψίας, του Εθνικού ναρκισσισμού έχει διαποτίσει κοντά δύο αιώνες την Ελληνική κοινωνία. Έχει τροφοδοτήσει, και συνεχίζει να τροφοδοτεί τον Ελληνικό Εθνικισμό σε όλες του τις εκφάνσεις. Μέσω αυτού η Ελληνική κοινωνία δεν μπόρεσε ποτέ να αντικρίσει την πραγματικότητα.
Κάθε μετεξέλιξη της Εθνικής ιδεολογίας έδινε και συνεχίζει να δίνει τον τόνο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Είναι αυτή που επισκιάζει τα πάντα.
Σε όλη την διάρκεια της μεταπολίτευσης οι εσωτερικές διαμάχες περιστρέφονταν γύρω από το ιδεολόγημα της Ανεξαρτησίας. Το Ανεξαρτησιακό στοιχείο προσδιόριζε και το Εθνικό. Έγινε η σημαία του Εθνοκεντρισμού. Ανοίχτηκαν νέα μέτωπα ενάντια στην ενδοτικότητα και τον υποχωρητισμό. Όποιος παραβίαζε την αρχή της εθνικής αδιαλλαξίας ήταν ενδοτικός.
Η Ελληνική κοινωνία έμεινε το 2011 να διεκδικεί την Εθνική της Ανεξαρτησία. Από ποιους; Από τους πιστωτές της αυτή τη φορά.
Αυτές οι εξαρτήσεις όμως δεν μας επιβλήθηκαν, προέκυψαν με δική μας ευθύνη. Και η «απεξάρτηση» εδώ δεν γίνεται με απελευθερωτικούς αγώνες.
Πέρα ακόμα από το συγκεκριμένο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σαν κοινωνία, το γενικό πρόβλημα της εξάρτησης σήμερα είναι ταυτόσημο με την έννοια της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης. Ζούμε πλέον σε ένα κόσμο αλληλο-εξαρτημένο όπου είναι εντελώς παρωχημένο να συζητάμε για εθνικές στρατηγικές εξόδου από το πλέγμα των διεθνών εξαρτήσεων. Το πρόβλημα της στρατηγικής για τα σύγχρονα κινήματα δεν τίθεται με κανέναν τρόπο σε Εθνική βάση.
Το όλο ζήτημα έχει ξεφύγει από τα παλιά μέτρα και σταθμά. Την παλιά πολιτική θεωρία. Υπάρχει μια εντελώς νέα ιστορική φάση που οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε. Η φάση της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης, της παγκοσμιοποίησης των προβλημάτων, της συγκρότησης οικουμενικών πολιτικών. Στον αντίποδα αυτής της ιστορικής εξέλιξης παρατηρείται μια τάση για πρόσδεση σε παλιά εθνικά κινήματα και πολιτικές. Τίποτα πιο αναχρονιστικό κι αναντίστοιχο με την νέα διεθνή πραγματικότητα.
Η Αριστερή πολιτική σήμερα, εκ των πραγμάτων, παίρνει άλλο νόημα. Ανοίγεται ένα τεράστιο πεδίο διεθνοποίησης της δράσης της Αριστεράς. Το περιεχόμενο αυτής της πολιτικής, η νέα οικουμενική πολιτική κουλτούρα των κινημάτων του 21ο αιώνα είναι το μεγάλο ζητούμενο, η σχέση με την παλιά «εθνική» πολιτική θεωρία, τα σημεία ρήξης με αυτήν και συνέχειας. Ένα δημιουργικό πεδίο αναζητήσεων και διαλόγου στο οποίο ο κόσμος της Αριστεράς είναι ανάγκη να προσχωρήσει το συντομότερο.
Η πρωτοβουλία Θεοδωράκη είναι φανερό ότι κινείται σε μια ορισμένη κατεύθυνση. Επαναφέρει το ζήτημα της Εθνικής πολιτικής, της ανάπτυξης ενός Εθνικού κινήματος, βασισμένου πάνω στην ιδεολογία του ελληνικού εθνικισμού. Επιχειρεί να αναβιώσει εποχές ανάτασης του Ελληνικού Έθνους καλλιεργώντας την ιδέα μιας διεθνούς συνομωσίας που εξυφαίνεται ενάντια σε ότι πολιτισμικά εκπροσωπεί η σύγχρονη Ελλάδα. Καλεί τον Ελληνικό λαό να αυτοπροσδιοριστεί εθνικά και να υπερασπισθεί την ιστορία του, την θρησκεία, τις παραδόσεις, το εθνικό του φρόνημα, τις εθνικές του παρακαταθήκες και αρετές. Είναι εντυπωσιακό το πόσο χρόνο διαθέτει στις ομιλίες του ο Μίκης για να αποδείξει την ύπαρξη ενός διεθνούς σχεδίου καταστροφής της Ελλάδας.
Η όλη τοποθέτηση μόνο στην υπόθεση της απόκτησης μιας νέας αυτογνωσίας δεν συνεισφέρει.
Το πλέον παράδοξο, στην όλη υπόθεση, είναι ότι σε αυτήν την κίνηση εκείνος που βρέθηκε να πρωτοστατεί είναι ο Μίκης Θεοδωράκης που (θεωρητικά) θα μπορούσε να ηγείται σήμερα, με βάση το οικουμενικό μουσικό του έργο και το εκτόπισμά του, σε εντελώς άλλες κινήσεις με ευρύτερο διεθνές και σύγχρονο περιεχόμενο.
Αλλά όλα είναι δρόμος. Και για τον Μίκη υπήρξε μια βαθμιαία μετατόπιση από τον χώρο της Αριστεράς προς έναν νοητό Εθνικό χώρο, που ενώ φαίνονταν ότι ήταν μια κίνηση προς κάτι ευρύτερο κατέληξε στον σημερινό πολιτικό του εγκλωβισμό. Δυστυχώς η «εθνικοποίηση» μεγάλων Ελλήνων καλλιτεχνών, με παγκόσμια απήχηση, είναι τελικά, όπως κι αν το πάρει κανείς, σε βάρος του Ελληνικού πολιτισμού, της Ελληνικής ετερότητας, αλλά και των ιδίων των πνευματικών δημιουργών και του κύρους τους.
Στην μετατόπιση αυτή βέβαια, του Μίκη, θα πρέπει κανείς να λάβει υπ΄ όψιν και τη μέγιστη συμβολή της κρίσης της Αριστεράς. Χωρίς αυτήν ίσως να μην υπήρχε.
Οι δυνάμεις που πλαισιώνουν τον Θεοδωράκη έχουν πλήρη συνείδηση ότι μόνες τους δεν θα μπορούσαν να κάνουν τίποτα. Ο Θεοδωράκης τους έδωσε υπόσταση, τους πρόσφερε μια διαδικασία όπου ο καθένας «εισοδιστικά» θα επιχειρήσει να «παίξει». Αυτό περιλαμβάνει διάφορες πολιτικές κακοφωνίες και φάλτσα, μια «εθνική ανομοιογένεια» που δύσκολα μετατρέπεται σε πολιτική ενότητα. Ο χώρος βασικά θα πορευθεί με ιδεολογικούς όρους. Πολιτικά θα παραμείνει ανομοιογενής και ετερόκλητος. Το λεγόμενο «εθνικό ακροατήριο» έχει κι αυτό τις παθογένειές του. Εύκολα το χειρίζεσαι ιδεολογικά αλλά πολύ δύσκολα το προάγεις πολιτικά (αν βέβαια θέλεις να κάνεις κάτι τέτοιο). Γιατί στην περίπτωση της κίνησης Θεοδωράκη αυτό που προέχει δεν είναι η κατανόηση της νέας πραγματικότητας (κι άρα η ανάδειξη μιας νέας πολιτικότητας) αλλά η αντιπαράθεση με αυτήν ιδεολογικά.
Ο χώρος που εκπροσωπεί η κίνηση Θεοδωράκη έχει αρκετές δυνάμεις. Από την άλλη «μπάντα» τα πράγματα, από άποψη συσχετισμών, είναι πιο περιορισμένα, αλλά υποκειμενικά πιο αξιόλογα, και προσφέρονται για πολιτικές συγκλίσεις, σε μια δεύτερη φάση. Η αναμέτρηση θα κριθεί σε πολλά επίπεδα και βασικά στο επίμαχο ζήτημα του ποιος θα έχει με το μέρος του τις εξελίξεις.
Μήλιος Χρ.
ΥΓ.
Είμαστε μάρτυρες, τις τελευταίες μέρες, μιας επίθεσης του ΚΚΕ ενάντια στη κίνηση Θεοδωράκη. Σίγουρα κάτι τρέχει. Δεν είναι μυστικό ότι ένα σημαντικό μέρος της βάσης του ΚΚΕ «ζυμώνεται» σε ανάλογη κατεύθυνση. Κάπου στο κείμενο μιλάμε για ένα αριστεροδεξιό εθνικιστικό τόξο που διαπερνά οριζόντια όλους τους πολιτικούς χώρους. Οι νέες διαχωριστικές γραμμές βρίσκονται υπο εξέλιξη. Διαμορφώνονται γοργά μέρα τη μέρα. Ένα νέο πολιτικό τοπίο κυοφορείται στην Ελλάδα και Διεθνώς.

Αναδημοσίευση από το site http://www.pokethe.gr

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) ψηφιοποιούν το αρχείο του περιοδικού "O Πολίτης" και ζητούν τη βοήθεια μας

 
Εφθασε με τον τρόπο του παραδοσιακού ταχυδρομείου αυτή η επιστολή. Οχι ηλεκτρονικά. Ισως επειδή ο ιστορικός Σπύρος Ασδραχάς, που την υπογράφει, γνωρίζει πόσο έντονη είναι η αμεσότητα που συνοδεύει το άνοιγμα ενός χάρτινου φακέλου. Αποστολέας, τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) που φροντίζουν τα τελευταία χρόνια για τη συγκέντρωση και τη μελέτη πτυχών της πολιτισμικής ιστορίας αυτού του τόπου – της πολιτικής, της κοινωνικής, της ιδεολογικής.
Η επιστολή -μια σελίδα όλη κι όλη- είχε μία είδηση και μία πρόσκληση. Η είδηση έλεγε ότι το σύνολο των σελίδων του περιοδικού «Ο Πολίτης», δημιούργημα και έργο ζωής του ιστορικού Αγγελου Ελεφάντη (1936-2008), θ’ «ανεβεί» ψηφιοποιημένο στον διαδικτυακό κόμβο των ΑΣΚΙ. Ηταν μια προσπάθεια που ξεκίνησε ο Αγγελος Ελεφάντης και οι συνεργάτες του, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του προγράμματος «Κοινωνία της Πληροφορίας». Δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί τότε...
Ενα περιοδικό όπως «Ο Πολίτης» εντάσσεται ασφαλώς σε ό,τι μελετούν τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας. Δημιουργήθηκε αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, το 1976, και σταμάτησε το 2008, μαζί με την πορεία της ζωής του ιδρυτή του. Όποιο πολιτικό, κοινωνικό, ιδεολογικό ή πολιτιστικό ζήτημα απασχόλησε τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και την Ευρώπη σχολιάστηκε στις σελίδες του περιοδικού. Πάντα με γνώμονα τη δημιουργική σύγκρουση.
Τα ΑΣΚΙ, όμως, για να ολοκληρώσουν το πρόγραμμα της ψηφιοποίησης και για να μπορούν οι παλιοί αλλά και οι νεότεροι αναγνώστες ν’ αναζητούν κείμενα και πληροφορίες στα παλαιά τεύχη του «Πολίτη», χρειάζονται ακόμα 8.000-10.000 ευρώ. Δεν τα έχουν. Και κάνουν κάτι απλό, κάτι στο οποίο συχνά κατέφευγε και ο Αγγελος Ελεφάντης για να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες της έκδοσης του «Πολίτη»: απευθύνονται στους φίλους των ΑΣΚΙ και ζητούν τη συμβολή τους για τη συγκέντρωση αυτού του ποσού.
Ζητούν δηλαδή, σε μια εποχή ιδιώτευσης και ατομικισμού, να ξαναζωντανέψουν παλαιές αξίες, όπως η συμμετοχικότητα και οι παλιές παρέες. Καμιά άλλη κίνηση δεν θα μπορούσε να είναι τόσο συμβατή με την πορεία και τις αξίες του Αγγελου...
Tης Ολγας Σελλα, από την Καθημερινή της 11-3-2011

ΥΓ. Τα χρήματα μπορούν να παραδωθούν απευθείας στα ΑΣΚΙ είτε να κατατεθούν στο λογαριασμό των ΑΣΚΙ (ALFA BANK 362002101016233) συμπληρώνοντας οπωσδήποτε το όνομα σας, είτε τα εμβάζετε με ταχυδρομική επιταγή στη διεύθυνση: Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Πλατεία Ελευθερίας 1,  10553 Αθήνα 

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

H Σύνοδος των G20 στο Παρίσι: Πρώτες συμφωνίες για τις παγκόσμιες ανισορροπίες


Εν μέσω πυκνών πολιτικοοικονομικών γεγονότων πραγματοποιήθηκε η σύνοδος των υπουργών οικονομικών και των  διοικητών των κεντρικών τραπεζών των G20 (οικονομική σύνοδος), στο Παρίσι, υπό την προεδρία της Γαλλίας, το διήμερο 18/19 Φλεβάρη.
Η σύνοδος επισκιάστηκε από το ντόμινο των εξεγέρσεων στον αραβικό κόσμο, ωστόσο έχει τη σημασία της καθώς οι διεργασίες της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης προχώρησαν.
Στους φόβους που προκαλεί η αραβική εξέγερση στις πολιτικές ελίτ, προστίθεται το συνεχώς διογκούμενο πρόβλημα της παγκόσμιας διατροφικής κρίσης. Μια κρίση που είχε τη συμβολή της κι αυτή στη μεγάλη έκρηξη των αραβικών κοινωνιών και τίθεται πλέον επιτακτικά στις προτεραιότητες της παγκόσμιας πολιτικής. Ενδεικτικά, ο δείκτης τιμών τροφίμων του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) του ΟΗΕ έφτασε στο υψηλότερο επίπεδο από το 1990, χρονιά που καθιερώθηκε ο δείκτης, καταγράφοντας συνεχή αύξηση τους τελευταίους επτά μήνες. Ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα εκτιμά ότι η μέση τιμή των σιτηρών θα αυξάνεται συνεχώς τουλάχιστον ως το 2015, με ήδη σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ανθρώπους, να ζουν σε συνθήκες πείνας.
Η συνεχής αύξηση των τιμών των τροφίμων ακολουθείται από αύξηση των τιμών ενέργειας (και λόγω των αραβικών γεγονότων), και κατά συνέπεια δημιουργούνται πληθωριστικές τάσεις με παγκόσμιες επιπτώσεις. Ιδιαίτερα μια επιτάχυνση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη (σήμερα κινείται λίγο πάνω από το 2%) θα αύξανε το κόστος δανεισμού, και επόμενα θα επιδείνωνε τη κρίση χρέους μεσοπρόθεσμα.
Ενώ κυβερνήσεις και χρηματοοικονομικές αγορές αναμένουν τις τελικές(;) αποφάσεις των δυο ευρωπαϊκών συνόδων κορυφής, για την αντιμετώπιση των οικονομικών ανισορροπιών της ευρωζώνης, στο Παρίσι, οι G20, συζήτησαν τις παγκόσμιες ανισορροπίες. Όρισαν μάλιστα (μέσα από διαφωνίες, αλλά και συγκλίσεις) έναν κοινό  κατάλογο οικονομικών δεικτών, βάσει των οποίων θα ανιχνεύονται οι πηγές ανισορροπίας και αποσταθεροποίησης στην παγκόσμια οικονομία, προκειμένου να αποφευχθεί, όπως λέγεται, μια επανάληψη της κρίσης.
Η ιδέα για την κατάρτιση μιας λίστας οικονομικών δεικτών αναφέρθηκε για πρώτη φορά στην προηγούμενη σύνοδο κορυφής του G20 στη Σεούλ. Τότε τέθηκε από τις ΗΠΑ η πρόταση να υπάρξουν αριθμητικοί στόχοι (περιορισμοί) για τα πλεονάσματα και τα ελλείμματα στα ισοζύγια τρεχουσών συναλλαγών. Η πρόταση στοχοποιούσε τις πλεονασματικές χώρες (Κίνα, Γερμανία) και δεν έγινε δεκτή. Σ’ αυτή τη σύνοδο, η προεδρία της Γαλλίας, επιχειρώντας να υπερκεράσει τις διαφωνίες, έθεσε ένα ευρύτερο πλαίσιο διαβούλευσης.    
Έτσι οι πρόσφατες συνομιλίες επικεντρώθηκαν στην κατάρτιση μιας λίστας δεικτών μέτρησης των παγκόσμιων ανισορροπιών. Μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις, κατέληξαν σε μια συμβιβαστική συμφωνία.
Οι επιλεγμένοι δείκτες,  αφορούν τις εσωτερικές ανισορροπίες δηλ. στο εσωτερικό των κρατών, όπως το χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) και το δημόσιο έλλειμμα. Αυτό ήταν το σχετικά εύκολο μέρος των συμφωνιών.
Η επιλογή όμως των εξωτερικών δεικτών έγινε με δυσκολία, γεγονός που αντικατοπτρίζει τους ανοιχτούς νομισματικούς και εμπορικούς ανταγωνισμούς. Διάσταση απόψεων υπήρξε σε τρία ζητήματα. Τα συναλλαγματικά αποθεματικά, τις συναλλαγματικές ισοτιμίες και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Οι ΗΠΑ, η Βρετανία αλλά και η Γαλλία, πρότειναν να συμπεριληφθούν στη λίστα δεικτών.
Η θέσπιση δείκτη συναλλαγματικών αποθεματικών, στοχεύει κυρίως την Κίνα η οποία κατέχει τα μεγαλύτερα αποθεματικά στον κόσμο, ύψους τριών τρισ. δολαρίων. Η Κίνα όμως, αλλά και Ρωσία (η οποία κατέχει επίσης μεγάλο ύψος αποθεματικών), αρνήθηκαν, φοβούμενες πως η μείωση των συναλλαγματικών αποθεματικών θα τις κάνει ευαίσθητες σε νομισματικές επιθέσεις και αναταράξεις. Και ακόμη πως θα χάσουν ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης όπου το ρευστό είναι δυσεύρετο.
Η Κίνα διαφώνησε  ακόμη να τεθούν δείκτες μέτρησης  στις συναλλαγματικές  ισοτιμίες, μέτρο που ασκεί πίεση (αύξηση)  στο γουάν, αλλά και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στο τελευταίο έχει σύμμαχο και τη Γερμανία καθώς από την τελευταία σύνοδο της Σεούλ αυτές οι δύο χώρες (ως πλεονασματικές), αντιδρούν.  Έτσι τελικά τα συναλλαγματικά αποθεματικά, οι συναλλαγματικές ισοτιμίες και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών δεν συμπεριλήφθησαν στη λίστα δεικτών.
Συμφωνήθηκε όμως να συμπεριληφθεί στη λίστα, το εμπορικό ισοζύγιο (ο οποίος είναι μερικότερος δείκτης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών) καθώς και οι καθαρές εισροές επενδύσεων, μέτρο που στοχεύει έμμεσα  στα αποθεματικά της Κίνας. Πάντως η προεδρεύουσα Γαλλία φιλοδοξεί να συνεχίσει τις διαπραγματεύσεις ώστε να συμφωνηθεί στην επόμενη σύνοδο κορυφής μια πιο λεπτομερειακή λίστα δεικτών, με τη Γερμανία αντίθετα να θεωρεί ότι επαρκεί ένα είδος «συστήματος συναγερμού».
Ένα άλλο ανοιχτό ζήτημα είναι αν θα τεθούν αριθμητικοί στόχοι στους δείκτες με την Γερμανία και πάλι να δηλώνει ότι θα αντισταθεί σε κάθε προσπάθεια ορισμού αριθμητικών στόχων.
Αν στα παραπάνω προσθέσουμε και τα νέα μέτρα για τον έλεγχο του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος, που πρόκειται να εισηγηθεί ο Σαρκοζί στην επόμενη σύνοδο κορυφής (το Νοέμβριο στις Κάννες), γίνεται φανερό ότι σε οικουμενικό επίπεδο καταβάλλεται μια προσπάθεια να μπουν κάποιες βάσεις για τον έλεγχο της διεθνούς οικονομίας. Να θεσπιστεί ένα είδος διεθνούς προστατευτισμού. Είναι ένα εγχείρημα με πολλές δυσκολίες, θα δούμε αν θα έχει αποτελέσματα.
Μέχρι τώρα στις συνόδους των G20 δεν αποτυπώνονταν ακριβώς οι διεργασίες (ανταγωνισμοί και συναινέσεις) της παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης, παρά μόνο ως κλίμα. Τώρα, στο Παρίσι, η προκύπτουσα συμφωνία (στα minimum έστω), και οι διακηρυγμένοι επόμενοι στόχοι, διαφαίνεται ότι θέτουν νέα δεδομένα.  
Ο χαρακτήρας των συνόδων παραμένει διαβουλευτικός και μη δεσμευτικός. Ακόμη και οι χώρες της Ευρώπης δεν κινούνται συντεταγμένα στο επίπεδο των G20. Ωστόσο μια νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική διαμορφώνεται. Μπορεί η κίνηση να είναι αργή (και γι’ αυτό υποτιμάται μερικές φορές) αλλά έχουμε περάσει πλέον σε συνθήκες αρχικής άσκησης διακυβέρνησης σε οικουμενικό επίπεδο.   

                                                                                                                                              Θ.Τ