“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Κυριακή 18 Φεβρουαρίου 2024

 

Στον άνθρωπο, που παρά την απόπειρα δηλητηρίασης του, επέστρεψε στη χώρα του, γνωρίζοντας τους κινδύνους, για να δολοφονηθεί τελικά από το αιματοβαμμένο καθεστώς του Πούτιν. Σ’ αυτόν, τον ΑΛΕΞΕΪ ΝΑΒΑΛΝΙ, ένας αποχαιρετισμός με ένα ποίημα της μεγάλης Ρωσίδας ποιήτριας ΑΝΝΑΣ ΑΧΜΑΤΟΒΑ:

Όχι, δεν ζήτησα τον ξένον ουρανό,

ούτε φτερούγας ξένης προστασία –

ήμουν με τον λαό μου τότε εδώ

όπου ο λαός μου ζούσε μες στη δυστυχία.

                                                                                                  Ρέκβιεμ  (1961)

Τετάρτη 7 Φεβρουαρίου 2024

 

Ο Πέτρος Μαρτινίδης και η Σώτη Τριανταφύλλου σε μια συζήτηση με αφορμή το «Όπιο των διανοουμένων» του Ρεϋμόν Αρον


Πέτρος Μαρτινίδης: Συνέντευξη στην www.athensvoice.gr/ με αφορμή το βιβλίο «Το όπιο των διανοουμένων» του Ρεϊμόν Αρόν που μετέφρασε (εκδόσεις της Athens Review of Books)

Ο ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Αρχιτεκτόνων Α.Π.Θ. μιλάει για τον Ρεϊμόν Αρόν, για τον Σαρτρ, για τα σύγχρονα προβλήματα της αριστεράς και για τον ρόλο των διανοουμένων

 


 Σ.Τ ― Μεταφράσατε το βιβλίο του Raymond Aron «Το όπιο των διανοουμένων», ένα έργο που εξετάζει, μεταξύ άλλων, τους μύθους της Αριστεράς και τις αριστερές ιστορικές αφηγήσεις. Στον σύντομο πρόλογό σας γράφετε ότι στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970 στο Παρίσι, έχοντας εγκύψει στη σαρτρική «Κριτική του Διαλεκτικού Λόγου» και στις έννοιες της «αυθεντικότητας» και της «αμοιβαιότητας» του homo existentialis, δεν βρήκατε στο βιβλίο του Aron μια συστηματική επιχειρηματολογία κατά του φανατισμού και του μηδενισμού —ό,τι ουσιαστικά επεδίωκε ο συγγραφέας—, αλλά μάλλον ένα εγκώμιο του σκεπτικισμού. Όμως εκείνη η εποχή ζητούσε οδηγούς για δράση. Και προσθέτετε ότι αυτή η πρόσληψη του «Οπίου των διανοουμένων» ήταν «προσωπικό σας σφάλμα». Στην πραγματικότητα, το «σφάλμα», νεανικό έτσι κι αλλιώς, ήταν αποτέλεσμα της αφόρητης πίεσης των ομοτίμων κάτω από την οποία πολλές γενιές εμποδίστηκαν να σκέφτονται ατομικά και έκαναν επιλογές με αγελαίο πνεύμα.

Π.Μ.  Στο Παρίσι του 1971 άρχιζα μεταπτυχιακές σπουδές. Η Ελλάδα τελούσε υπό χούντα κι οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί στο Βιετνάμ συνεχίζονταν, ενώ διαφαινόταν η νίκη των Βιετκόνγκ. Η γαλλική νεολαία θρηνούσε τον Τσε Γκεβάρα και γιόρταζε την εκατονταετηρίδα από την Κομμούνα. Είχαμε τον Μάη του 1968 ελάχιστα πίσω μας και όλο το μέλλον μπροστά μας. Η ανοησία ολκής —«καλύτερα να έχεις άδικο με τον Σαρτρ παρά δίκιο με τον Αρόν»— ακουγόταν απολύτως πειστική. Να μην είσαι αριστερός σήμαινε να διανύεις προχωρημένη κλιμακτήριο. Σαρξ και Μαρξ πήγαιναν αντάμα. Κι ο υπαρξισμός έγινε αγαπητός στους ευρωπαίους αριστερούς για τον ίδιο λόγο που ο αριστοτελισμός αγαπήθηκε από τους χριστιανούς: έδινε έναν «σκοπό» στη ζωή – την αναζήτηση της «αυθεντικότητας», την απόρριψη κάθε κομφορμισμού. Όπως η αριστοτελική εντελέχεια αποφαίνεται ότι τα αυγά γίνονται κοτόπουλα ή τα κουκούτσια του σταφυλιού κλήματα, για να ενεργοποιηθεί το εσωτερικό δυναμικό τους. Αλλά όταν συγκρούονται δυο μπάλες του μπιλιάρδου, οι νόμοι του Νεύτωνα καθορίζουν το τι θα συμβεί στη συνέχεια, όχι κάποιος μεγαλειώδης υπολανθάνων σκοπός. Δεσμευμένος στην εποχή του, ο Αριστοτέλης τα έλεγε λάθος∙ ομοίως και ο Μαρξ, που επίσης ανίχνευε έναν «σκοπό» στην Ιστορία.

Αυτά, όμως, τα λέω τώρα, ως «ομότιμος» και σε προχωρημένη κλιμακτήριο. Δεν αντιλαμβάνομαι πώς εννοείτε την «αφόρητη πίεση των ομοτίμων».

― Ως peer pressure, ως «πίεση των συνομηλίκων», ως υποταγή στην αγέλη… Ένα νεανικό χαρακτηριστικό που μπορεί να παραταθεί μέχρι την ηλικία των πολιοκροτάφων.

Ευχαριστώ για την ευγενική αναδιατύπωση της κλιμακτηρίου. Πάντως ο Σαρτρ και η Μποβουάρ δεν είχαν ακαδημαϊκές θέσεις. «Κήρυσσαν» μέσω άρθρων και βιβλίων. Μόνο ο Μερλώ-Ποντύ είχε έδρα στο Collège de France, όπου αναμίγνυε μαρξισμό και φαινομενολογία, δικαιώνοντας, ενδιαμέσως, τις «δίκες της Μόσχας». Το ότι παρέσυραν κόσμο στις δικές τους επιλογές ισχύει, βέβαια, καθώς και η αντίφαση ότι αναζητώντας την «αυθεντικότητα» κατέληγες να ενταχθείς στο κοπάδι των οπαδών τους. Η καταδίκη της παραδοσιακής αυθεντίας έχριζε τους ίδιους σε νέες αυθεντίες. Ωστόσο, η έμφαση που το 1945 έδινε ο Σαρτρ στην ελεύθερη προσωπική επιλογή (στο «Ο υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός»), ενόσω παρέμενε πολύ καλός φίλος με τον Αρόν, διατηρεί την αξία της. Εξαιτίας των γραπτών του Σαρτρ, άλλωστε, βρέθηκα να διαβάζω τον Αρόν το 1971 ή 1972, σε μια επανέκδοση του «Οπίου των διανοουμένων» από τον οίκο Gallimard. Η μετριοπάθειά του δεν μπορούσε να συγκινήσει έναν 25χρονο, και μάλιστα Έλληνα σε περίοδο χούντας. Ένας οδηγός για κατασκευή βομβών θα μου φαινόταν, τότε, προτιμότερος. Το παν ήταν να φύγει η χούντα.

― H κατασκευή βομβών συγκινεί νέους και γενιές χωρίς αυτό το υπόβαθρο. Ανέκαθεν η νεανική ηλικία συνδεόταν με cheap thrills: γυμνότητα, καταστροφή δημόσιας και ξένης περιουσίας —όλα όσα έκαναν οι νέοι και οι όχι και τόσο νέοι τον Μάιο του ’68. Δεν χρειαζόταν να είσαι Έλληνας επί χούντας για να θέλεις να πυρπολήσεις τον κόσμο.

Σωστά. Αλλά το τι σήμαινε «σοβιετικός ολοκληρωτισμός», ζήτημα που έφερε σε αντιπαράθεση τους Σαρτρ-Αρόν, έπρεπε να διαβάσω πολλά πολλά ακόμα, ώσπου να καταλάβω πόσο εφάμιλλος του φασισμού ήταν τελικά. Κι ενώ ζούσα σε μια Γαλλία όπου ένα μηνιαίο περιοδικό Hara-Kiri κι ένα εβδομαδιαίο Charlie κυκλοφορούσαν ελεύθερα, χλευάζοντας συλλήβδην τις έννοιες «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια», περίμενα μια προλεταριακή επανάσταση να φέρει την τέλεια κοινωνία!

 ― Ήδη από το 1927, ο Julien Benda έκανε λόγο για την «προδοσία» των διανοουμένων, των «clercs» όπως τους ονόμαζε τότε αναφερόμενος στις λεγόμενες «κληρικές αρχές»: στην ομορφιά, στη δικαιοσύνη, στην αλήθεια, τις οποίες θεωρούσε οικουμενικές και ορθολογικές. Ο Μπεντά αναφερόταν στον πειρασμό του φασισμού, στον οποίον υπέκυψαν πολλοί Ευρωπαίοι διανοούμενοι· ο Raymond Aron αναφέρεται στον πειρασμό του κομμουνισμού: ο πρώτος πειρασμός κατέρρευσε στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο δεύτερος, παρά τις διαδοχικές διαψεύσεις, είναι ακόμα ενεργός. Φαίνεται πως, αν δούμε, για λόγους που ευνοούν την έρευνα, τους «διανοουμένους» ως λίγο-πολύ συμπαγή κοινωνική ομάδα, τείνουν να ενστερνίζονται και να διαδίδουν δόγματα, πολιτικές θρησκείες.

Ο Ζυλιέν Μπεντά καλούσε τους «ομότιμους», για να μείνω στην ορολογία σας, να μην περιμένουν να γίνουν ομότιμοι ώστε να αποκτήσουν μετριοπάθεια κι ενάργεια. Να μην εμπλέκονται σε πολιτικά πάθη, εθνικισμούς ή φυλετικές προκαταλήψεις, μα να υπηρετούν ανιδιοτελώς τις «κληρικές αρχές» που αναφέρετε. Με τον «κληρικό» ως μετωνυμία μιας σχεδόν υπερκόσμιας ευθυκρισίας. Την εποχή που έγραφε την «Προδοσία των διανοουμένων» (1927), ο κίνδυνος για την Ευρώπη προερχόταν πράγματι από την άκρα δεξιά. Η φιλελεύθερη κοινοβουλευτική δημοκρατία –η «αστική δημοκρατία», όπως εξακολουθούν να την αποκαλούν στο ΚΚΕ, λες και υπάρχει άλλη– έδειχνε χαοτική κι αναποτελεσματική. Ποιητές σαν τον Έζρα Πάουντ ή φιλότεχνοι σαν τη Γερτρούδη Στάιν είχαν γίνει θαυμαστές του Μουσολίνι. Ακόμα και ο Μπεντά ήταν έτοιμος να δείξει κατανόηση στους φόνους που διέπρατταν οι κομμουνιστές, επειδή το έκαναν στο όνομα των αδικημένων! Τα «άκρα» ασκούσαν μια εύλογη γοητεία.

Ο «Αιώνας των άκρων», κατά τον εύστοχο τίτλο του Χόμπσμπαουμ, παρήλθε· στην παροξυσμική εκδοχή του τουλάχιστον. Ωστόσο, οι ακραίοι πειρασμοί παραμένουν ενεργοί, επειδή οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες εκλαμβάνονται ως δεδομένες. Οι νεότεροι ξεχνούν πως η αναζήτηση κάτι καλύτερου έδωσε ολέθρια αποτελέσματα. Όσο για τους «διανοούμενους», δύσκολα θα τους έβαζα σε «συμπαγή ομάδα». (Ο Αλέν Μπαντιού, φερ’ ειπείν, δεν χωρά δίπλα στον Πασκάλ Μπρυκνέρ, ούτε ο Σλάβοϊ Ζίζεκ δίπλα στον Τόνυ Τζαντ). Εξάλλου, πάντα βρίσκεται κάποιος να σώσει την τιμή του σιναφιού: ο Μπεντά πριν τον πόλεμο, ο Τσέσλαφ Μίλος ή ο Αρόν αμέσως μετά. Όποιοι, πάντως, ενστερνίζονται πολιτικές θρησκείες και διαδίδουν δόγματα θυμίζουν τον επικήδειο του επισκόπου του Καρλάιλ για τον Κάρολο Δαρβίνο, το 1882, όταν έκρινε «παράλογη την ιδέα να υπάρχει αντίφαση ανάμεσα στη γνώση της φύσης και την πίστη στον Θεό». Αν μπορούσε να τον ακούσει, πιθανόν να συμφωνούσε κι ο Δαρβίνος. (Δίσταζε επί χρόνια να εκδώσει την «Καταγωγή των ειδών», κατανοώντας τι σήμαινε για την «αρχή της Δημιουργίας».) Η αντίφαση υπάρχει, όμως, και είναι κραυγαλέα. Κι όπως τα σχολικά βιβλία ιστορίας αποσιωπούν το ότι οι διώξεις Εθνικών, μετά την εδραίωση του Χριστιανισμού, είχαν πολύ περισσότερα θύματα από όσα οι διώξεις Χριστιανών από ρωμαίους αυτοκράτορες, οι αριστεροί διανοούμενοι καταδικάζουν κάθε μορφή καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, παραβλέποντας την απολυταρχία του Λένιν και τις σταλινικές θηριωδίες.

Ο Αρόν είδε από πολύ κοντά αυτές τις κραυγαλέες αντιφάσεις, σε μια Γαλλία το Κομμουνιστικό Κόμμα έπαιρνε 30% στις διαδοχικές εκλογές μετά το 1945, και τις καταδίκασε ευθαρσώς. Πληρώνοντας την παρρησία του με το να χάσει νεανικούς φίλους και συντρόφους από την Αντίσταση. Τηρουμένων των αναλογιών, κάτι σχετικό συνέβη σε κάποιους και εδώ, με το περίφημο «δημοψήφισμα» του 2015.

  ― Δεν πειράζει. Ας ξεκαθαρίζουμε τις κοινωνικές μας σχέσεις. Από το 1955, όταν εκδόθηκε το «Όπιο των διανοουμένων», οι διανοούμενοι —όχι μόνον οι ιδιαιτέρως προβεβλημένοι Γάλλοι— έχουν χειροκροτήσει με πιθανώς υπερβάλλοντα ενθουσιασμό την Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα και τα κινήματα του Μαΐου του 1968, ενώ, αν και κατά καιρούς εξέφραζαν επιμέρους αντιρρήσεις, στήριξαν το αφήγημα του σοβιετικού μπλοκ σε όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Μάλιστα, πολλοί είδαν την ισλαμική επανάσταση στο Ιράν ως αντι-ιμπεριαλιστικό και «πνευματικό» κίνημα. Στις παρενέργειες της οπιοφαγίας ίσως πρέπει να προστεθούν η τυφλότητα και η μεθοδευμένη προσπάθεια τύφλωσης των άλλων.

Δεν θα χαρακτήριζα την προσπάθεια «μεθοδευμένη». Οι διανοούμενοι, όσο και οι ηθοποιοί ή οι τραγουδιστές, θέλουν να αρέσουν. Πάσχουν από «σύνδρομο Μεφίστο», θα έλεγα αναφερόμενος στον Κλάους Μαν. Ο Σαρτρ ίσως παρέμενε φίλος του Αρόν, αν η άλλη πλευρά δεν του πρόσφερε τόση δημοφιλία και παγκόσμια προβολή. Αφήστε που όλοι θα θέλαμε να είμαστε παρόντες την ημέρα της Αποκάλυψης. Θα ήταν εντυπωσιακό να αντικρίσουμε τον ίδιο τον Παράδεισο, έστω και αν κάποιοι αποκλειστούμε ως άθεοι. Ε, λοιπόν, η Κίνα έμοιαζε με σφυρηλατούμενο Παράδεισο για τους μαοϊκούς Γάλλους του 1968. Για τους Κινέζους ας μη γίνεται λόγος… Από χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, η «Πολιτιστική Επανάσταση» τέτοια εντύπωση έδινε. Πρωτεύουσα της αθεΐας από την εποχή του Βολταίρου, η Γαλλία εκδήλωνε την καταπιεσμένη της θρησκευτικότητα ασπαζόμενη μύθους για εκλεκτούς λαούς, που βρίσκουν τον δρόμο τους στην έτσι κι αλλιώς μοιραία πορεία της Ιστορίας προς τον κομμουνισμό, χωρίς να μπλέκονται στα αδιέξοδα της αστικής ανάπτυξης. Με άλματα της βούλησης μέσα σε επαναστατικό πυρετό. Ίδιο θαυμασμό έδειξαν οι Γάλλοι δέκα χρόνια αργότερα και για την επανάσταση στο Ιράν, όπως πολύ σωστά λέτε. Με πρωτοπόρο τον «μέγα» Μισέλ Φουκώ που από το 1961, στο βιβλίο του «Ιστορία της τρέλας», θεωρούσε την αντίθεση Λόγου-Παραφροσύνης μια προκατάληψη του 17ου αιώνα∙ μια καταπιεστική διάκριση του Διαφωτισμού, την οποία οι οπαδοί του Χομεϊνί υπερέβαιναν με τα δικά τους άλματα προς την ιδεώδη κοινωνία δικαιοσύνης και συντροφικότητας. Για τους ίδιους τους Ιρανούς και κυρίως τις Ιρανές, που από την καταπίεση του Σάχη βρέθηκαν στην τρισχειρότερη καταπίεση των αγιατολάχ, ας μη συζητάμε και πάλι…

― Οι περισσότερες Ιρανές σήμερα έχουν εσωτερικεύσει την κατάσταση που επιβάλλει το ισλαμιστικό καθεστώς. Στα μαστιγώματα όσων παραβιάζουν τις διατάξεις περί χιτζάμπ, συμμετέχουν γυναίκες. Δεν πρέπει να υποτιμάμε την έξαψη που προσδίδει η υπακοή.

Στο «Ο βασιλιάς Ιωάννης», ο Σαίξπηρ μιλούσε για τη «νοστιμιά της δουλοφροσύνης». Αν η εσωτερίκευση ενός αποτρόπαιου ισλαμισμού περιλαμβάνει τις «περισσότερες Ιρανές» δεν το ξέρω. Αλλά η δυσκολία να ξεφύγει το πλήθος από παραδόσεις ισχύει, αλίμονο. Το «η καλύτερη εποχή να ζεις είναι όταν σχεδόν όλα όσα νόμιζες πως ήξερες είναι λανθασμένα», που λέει κάποιος στο θεατρικό έργο «Αρκαδία» του Τομ Στόπαρντ, δεν το συμμερίζονται πολλοί διανοούμενοι. Συνήθως περιμένουν, όπως οι επενδυτές στο χρηματιστήριο, να αποδώσουν όσα μπήκαν στον κόπο να σχηματοποιήσουν στο μυαλό τους… Η «οπιοφαγία» τούς τυφλώνει, πράγματι, αλλά τους επιτρέπει να νομίζουν ότι διακρίνουν ένα φως στο βάθος του σκοταδιού.

 ― Ένα από τα στοιχεία που αιφνιδιάζουν τον αναγνώστη του βιβλίου είναι ότι, μολονότι έχουν μεσολαβήσει μεγάλες γεωπολιτικές αλλαγές, μοιάζει να γράφτηκε για το σήμερα. Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των διανοουμένων παραμένουν αναλλοίωτα: τάση για καταστροφική και όχι δημιουργική επανάσταση, περιφρόνηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας χάριν κάποιου αόριστου κοινωνικού Επέκεινα, φανατισμός, παραποίηση της ιστορίας, προσηλυτισμός και χειρισμός των μαζών, αντιδυτικισμός· ανειλικρινής ιστορική συνείδηση.

«Αντιδυτικισμός» σημαίνει, κατά βάθος, Αντι-Διαφωτισμός και ανορθολογισμός. Εκεί συναντώνται η άκρα Αριστερά με την άκρα Δεξιά. Μεταξύ πρώτης και δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης, στις αρχές του 19ου αιώνα, όλος ο ρομαντισμός ήταν μια ραγδαία αντίδραση σ’ έναν κόσμο που η ανάπτυξη των επιστημών τον καθιστούσε αφόρητα πεζό. Χανόταν η αίσθηση του μαγικού, η εμπιστοσύνη σ’ ένα ονειρώδες Επέκεινα. Εξ ου η έμφαση στο πάθος, στο ένστικτο, στην πηγαία έμπνευση του καλλιτέχνη. Από τον ρομαντισμό, άλλωστε, ξεπήδησαν εξίσου φλογεροί επαναστάτες και αντεπαναστάτες, ενώ το απόφθεγμα του Ζοζέφ ντε Μεστρ —«δεν καθορίζουν οι άνθρωποι την επανάσταση, η επανάσταση είναι εκείνη που χρησιμοποιεί τους ανθρώπους»— το υιοθέτησε απολύτως ο Λένιν, έναν αιώνα αργότερα. Μεταξύ δεύτερης και τρίτης βιομηχανικής επανάστασης, οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι ευνόησαν όλα τα πάθη, ρομαντικά όσο και απολύτως κτηνώδη. Αλλά μεταξύ τρίτης και τέταρτης, μαζί με τους πρώτους προσωπικούς υπολογιστές στις αρχές του 1960 εμφανίζεται πάλι μια παραλλαγή του ρομαντισμού: μια σειρά μεταδομιστών θεωρητικών (Φουκώ, Ντελέζ, Ντερριντά κ.λπ.), οι οποίοι δοξάζουν τον Χάιντεγκερ ή τον Πωλ ντε Μαν και άλλους συνεργάτες των Ναζί, καθιστώντας τον μεταμοντερνισμό και την αποδόμηση ένα είδος νεο-ρομαντισμού. Κατηγορούν εκ νέου τον Διαφωτισμό, όχι πλέον γιατί κλονίζει την εμπιστοσύνη στο θείο και διώχνει τις νεράιδες από τους κήπους, αλλά γιατί φέρει, δήθεν, άμεση ιστορική ευθύνη για τα Γκουλάγκ και το Άουσβιτς.

 ― Όχι ότι εξισώνει κανείς τα Γκουλάγκ με το Άουσβιτς…Πάντως, στο συγκείμενο της αριστερής τυραννίας, ο Raymond Aron βρήκε τη θέση του στη Γαλλία: στην Ελλάδα, είχε οστρακιστεί· τον κατηγορούσαν για πράκτορα της CIA — η γνωστή καραμέλα. Αλλά και η Le Monde ισχυριζόταν, μέχρι σχετικά προσφάτως (θυμάμαι σχετικό δημοσίευμα το 2006), ότι η CIA στρατολογούσε «δεξιούς» Ευρωπαίους διανοουμένους. Για τη NKVD και την KGB δεν έγραψε ποτέ τίποτα.

Ίσως πρέπει να σημειώσουμε, ως εξαίρεση, το σκάνδαλο των «πέντε του Κέμπριτζ», μεταξύ 1950-1960. [Αν και οι Cambridge Five ξεκίνησαν ως κομμουνιστές φοιτητές από τη δεκαετία του 30, όταν ο κομμουνισμός ήταν της μόδας: épater le bourgeois] Όταν επιφανείς άγγλοι ακαδημαϊκοί αποδείχθηκαν σοβιετικοί κατάσκοποι. Τότε γράφηκαν αρκετά για όσους στρατολογούσε το Κρεμλίνο.

 ― Ανέξοδα για τους Ευρωπαίους κατασκόπους. Στις ΗΠΑ, δημιουργήθηκε επιθετικοαμυντικό σύστημα εναντίον τους —αλλά όχι στην Ευρώπη, παρότι οι Philby και Σία «αναγκάστηκαν» να εγκατασταθούν στη Σοβιετική Ένωση. Ο Αnthony Blunt πήρε άφεση αμαρτιών…

Γενικά, πάντως, αριστερά όσο και αστικά έντυπα είναι πρόθυμα να προβάλλουν φήμες περί «πληρωμένων κονδυλοφόρων» της αντίδρασης, γενικά, ή της CIA, συγκεκριμένα. Το 1950, ο Αρόν έλαβε μέρος σε ένα συνέδριο «για την ελευθερία της κουλτούρας», το οποίο χρηματοδοτούσε το Ίδρυμα Φορντ. Μολονότι αυτό δεν άλλαξε σε τίποτα τις απόψεις του, άρκεσε για να τον αποκαλέσουν «πράκτορα». Τα ίδια λέγονται σήμερα για εξαίρετους ιστορικούς όπως ο Τίμοθι Σνάιντερ ή η Αν Άπλμπαουμ. Ο αφορισμός του Σαρτρ «chaque anticommuniste est un chien» –κάθε αντικομμουνιστής είναι σκυλί–, με το σκυλί να νοείται ως επιτομή του υπάκουου στο αφεντικό του ζώου, εξηγεί αυτομάτως πως μόνο μίσθαρνοι της CIA επικρίνουν το ιδεώδες μιας τέλειας κομμουνιστικής κοινωνίας.

 ― Το «Όπιο των διανοουμένων» είναι μια ανατομία της μαρξιστικής ιδεολογίας, της ερμηνείας της και της πρακτικής της εφαρμογής στην πρόσληψη του κόσμου. «Το σφάλμα, αγαπητέ Βρούτε, δεν είναι στ’ αστέρια· είναι μέσα μας· είμαστε υποτακτικά ανθρωπάκια». O Aron φαίνεται να εντοπίζει το λάθος όπου εντοπίζεται στον «Ιούλιο Καίσαρα» του Σαίξπηρ.

Ο Αρόν είχε μελετήσει σε βάθος τον Μαρξ. Τον δίδασκε στο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών επί χρόνια κι εκτιμούσε ιδιαίτερα το ύφος του. Πολύ περισσότερο από το ύφος του Αλεξίς ντε Τοκβίλ, μολονότι εκείνου τις φιλελεύθερες απόψεις επιδοκίμαζε. Καταλάβαινε, όμως, ότι βασικές μαρξιστικές έννοιες, όπως «προλετάριος» ή «υπεραξία», δεν ίσχυαν στη νεότερη οργάνωση της βιομηχανικής παραγωγής· ήταν ήδη παρωχημένες, με τα όριά τους να γίνονται ολοένα πιο ασαφή, ζώντος του Μαρξ. Κι όπως αποδεικνύει στο βιβλίο του, οι μεταρρυθμίσεις φέρνουν, σταδιακά, ό,τι μια επανάσταση επιδιώκει με τη βία. Αλλά οι μεταρρυθμίσεις μοιάζουν νωθρές, ανίκανες να εξάψουν πνεύματα που αναζητούν μια κοσμική πίστη. Έτσι, η «ιδεατή απελευθέρωση», την οποία θα φέρει η επαναστατική ρήξη, μοιάζει απείρως πιο γοητευτική από την «πραγματική απελευθέρωση», την οποία φέρνουν οι μειώσεις ωραρίων εργασίας και η σταδιακή βελτίωση των μισθών κατά την, έστω άνιση στον καπιταλισμό, κατανομή ενός αυξανόμενου εθνικού εισοδήματος.

Το να αποδίδεται «το σφάλμα στ’ αστέρια», και να προσπαθούμε να αλλάξουμε τις τροχιές τους, έχει σίγουρα κάτι πιο ηρωικό από το να ζητάμε περισσότερη αξιοκρατία ή καλύτερο σύστημα δημόσιας υγείας. Αλλά, μετά τόσες διαψεύσεις μεσσιανικών οραμάτων, είναι αφόρητη εθελοτυφλία να επιμένουμε στα ίδια. Στο «Ιούλιος Καίσαρ», ο Κάσσιος μιλά, πράγματι, για «underlings» – ανθρωπάκια. Και στο «Σαίξπηρ, ο σύγχρονός μας», ο σπουδαίος πολωνός θεατρολόγος Γιαν Κοττ μιλούσε για την «τραγικότητα της Ιστορίας» ως το τίμημα που πρέπει να καταβάλλει κάθε τόσο η ανθρωπότητα, με όσους νομίζουν ότι βλέπουν προς τα πού κατευθύνεται η Ιστορία κι αγωνίζονται να επισπεύσουν την πορεία της, προκαλώντας εκατόμβες. Περίπου είκοσι χρόνια πριν τον Κοττ, ο οποίος περίμενε να πεθάνει ο Στάλιν και να βρεθεί στις ΗΠΑ για να εκδηλώσει τον αντισταλινισμό του, ο Αρόν τα εξηγούσε πολύ πιο έγκαιρα, έντιμα και άμεσα.

― Ίσως οι νεότεροι, διαβάζοντας το «Όπιο των διανοουμένων» να αναγνωρίζουν κάποιες μετατοπίσεις των ιδεολογικών ψευδολογιών: για παράδειγμα, σήμερα, την κατηγορία περί αντισημιτισμού έχει υποκαταστήσει η κατηγορία της ισλαμοφοβίας. Το υπόστρωμα παραμένει όμοιο: μια σαρωτική ιδεολογική ορθοδοξία που απαγορεύει τις αποκλίσεις, τις αιρέσεις.

Το κρίσιμο, σήμερα, νομίζω πως είναι ο λαϊκισμός — εκεί οι ιδεολογικές ψευδολογίες γίνονται επικίνδυνες. Η επανεκλογή του Ντόναλντ Τραμπ στις ΗΠΑ συνιστά απειλή για την υφήλιο, χειρότερη από την πιθανή εκλογή της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία. Οι αιρετικοί δεν καίγονται πια στην πυρά, περνούν όμως εύκολα στο περιθώριο. Οι δημαγωγοί θριαμβεύουν και οι θρησκευτικές συγκλίσεις αναζωπυρώνονται, σαν να βρισκόμαστε στον 16ο αιώνα. Δείτε, στην Ελλάδα, την κοινή υποστήριξη της Ρωσίας του Πούτιν από ακροδεξιούς κι από κομμουνιστές. Η ισλαμοφοβία δεν είναι μια άρρωστη προκατάληψη, όπως ο αντισημιτισμός. Μου φαίνεται μάλλον εύλογη, δεδομένου ότι εκεί που περπατάτε σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα μπορεί κάποιος «τρελός του Αλλάχ» να πάρει ένα μαχαίρι για να σας σφαγιάσει, ως «άπιστη». Και το κακό, στις μέρες μας, είναι ότι οι «τρελοί του Αλλάχ» έχουν ευνοήσει τους «τρελούς του Γιαχβέ», με αποτέλεσμα να αλλάζει πλέον ο κοσμικός χαρακτήρας που είχε από ιδρύσεώς του το κράτος του Ισραήλ… Έτσι όπως συνεχίζεται ο πόλεμος στη Γάζα, από όαση ευρωπαϊκού Διαφωτισμού εν μέσω ισλαμικού Μεσαίωνα, το Ισραήλ κινδυνεύει να καταλήξει σε θεοκρατία, σαν αυτή που περιέγραφε ο Ιώσηπος τον 1ο μεταχριστιανικό αιώνα.

― Πιστεύετε ότι στην Ελλάδα, στη Γαλλία, στην Ευρώπη έχει ανοίξει επιτέλους κάποιος διάλογος που να υπερβαίνει τη διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς; Ή ότι διαιωνίζεται η διαλεκτική του Καλού (Αριστεράς) που μάχεται εναντίον του Κακού (Δεξιάς);

Στην Ευρώπη, ο διάλογος έχει ανοίξει από χρόνια. Εντάθηκε με την εκλογή Μακρόν, στη Γαλλία, και συνεχίζεται.

Ούτε στη Γαλλία, ούτε στις ΗΠΑ ακούω αυτή η συζήτηση, αν και μου φαίνεται άκρως αναχρονιστική· θα περίμενα να έχει τελειώσει όπως περίμενα να έχει τελειώσει η περί θεού αυταπάτη. Στην Ελλάδα, το ΚΚΕ, με το να γράφει την ιστορία όπως το βολεύει, μαζεύει ψηφαλάκια. Και βεβαίως τον «σεβασμό» που θεωρεί ότι του οφείλουμε.

Στην Ελλάδα, θεωρώ ότι άνοιξε εκ των πραγμάτων, μετά τις εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ. Παραμένει ως vintage το ΚΚΕ, ανταγωνιζόμενο επάξια την Εκκλησία στην κατήχηση των νέων. Ελπίζω το «Όπιο των διανοουμένων», συνοδευόμενο μάλιστα από ένα εξαιρετικό δοκίμιο του καθηγητή πολιτικής φιλοσοφίας Περικλή Βαλλιάνου, να συμβάλει σχετικά. Από το 1955, ήδη, ο Αρόν απεδείκνυε πόσο παρωχημένη είναι η διαίρεση Αριστεράς-Δεξιάς, παραμονές της τρίτης βιομηχανικής επανάστασης. Τώρα, ενώ ξεκινά μια τέταρτη βιομηχανική επανάσταση, η «διαλεκτική του Καλού (Αριστεράς) εναντίον του Κακού (Δεξιάς)» εξελίσσεται στο δίλημμα «κοινωνία της γνώσης» ή κοινωνία της απόγνωσης – φονταμενταλισμών, αιματοκυλισμάτων και άφθονης αερολογίας. Ζώντας στο Παρίσι, ο Σαρτρ εγκωμίαζε τη Μόσχα, καίτοι γνώριζε πολύ καλά ότι το αντίστροφο —να ζει στη Μόσχα και να εγκωμιάζει το Παρίσι— θα ήταν αδιανόητο. Οι φιλελεύθερες δυτικές κοινωνίες στις οποίες ζούμε απειλούνται, πλέον, από λόγιους μυσταγωγούς της αποδόμησης, όσο κι από αναλφάβητους νεαρούς οπαδούς του χουλιγκανισμού, φονταμενταλιστές του Ισλάμ ή λαϊκιστές δημαγωγούς.