“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020

Ντάρον Ατζέμογλου: Αποτρέψαμε μια καταστροφή στις ΗΠΑ

Ο διάσημος οικονομολόγος Ντάρoν Ατζέμογλου μιλάει για το μοντέλο ανάπτυξης που επιβάλλουν οι τεχνολογικοί κολοσσοί.



O αρμενικής καταγωγής, γεννημένος στην Κωνσταντινούπολη, Ντάρον Ατζέμογλου, είναι καθηγητής στο MIT από το 1993. Το 2005 βραβεύθηκε με το John Bates Medal – το κορυφαίο βραβείο του κλάδου των Οικονομικών για ακαδημαϊκούς ηλικίας κάτω των 40 ετών. Φωτ. L. Barry Hetherington

Γιάννης Παλαιολόγος

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 28.12.2020 • 

 Η τεράστια πρόκληση της διαχείρισης της ψηφιακής τεχνολογίας ώστε να αμβλύνει, αντί να επιδεινώσει, την ανισότητα που διαβρώνει την κοινωνική συνοχή στις ανεπτυγμένες οικονομίες, βρέθηκε στο επίκεντρο της αποκλειστικής συνέντευξης που παραχώρησε στην «Κ» ο Ντάρον Ατζέμογλου. 

Ο 53χρονος Ατζέμογλου, που γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη από Αρμένιους γονείς και είναι πλέον Αμερικανός πολίτης, συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους οικονομολόγους στον κόσμο: καθηγητής από το 1993 στο MIT, βραβεύθηκε το 2005 με το John Bates Medal (το κορυφαίο βραβείο του κλάδου των Οικονομικών για ακαδημαϊκούς κάτω των 40 ετών, πολλοί από τους κατόχους του οποίου κέρδισαν στη συνέχεια το Νομπέλ), ενώ το 2015 ανακηρύχθηκε ο οικονομολόγος με τις περισσότερες επιστημονικές παραπομπές κατά την προηγούμενη δεκαετία, σύμφωνα με το Research Papers in Economics. 

Είναι ίσως πιο γνωστός για το πολυετές έργο του με τον Τζέιμς Ρόμπινσον και πάνω από όλα για τα βιβλία τους «Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη» και το πρόσφατο «Ο Στενός Διάδρομος», στα οποία αναλύονται οι διαχρονικές προϋποθέσεις για την ελευθερία και την ευημερία, αλλά και οι θεσμικές παθογένειες που οδηγούν στον δεσποτισμό και τη φτώχεια.

Η συζήτηση, αναπόφευκτα, ξεκίνησε από τις πρόσφατες αμερικανικές εκλογές. «Αποτρέψαμε μία καταστροφή», λέει χωρίς περιστροφές. «Μετά μία τόσο ταραχώδη θητεία, με το φάσμα τεσσάρων ακόμα ετών του Ντόναλντ Τραμπ, που θα έβλαπταν θεμελιωδώς την αμερικανική δημοκρατία και τους θεσμούς, το γεγονός ότι θα έχουμε μία διαφορετική διοίκηση είναι λόγος να χαρούμε. Αλλά υπάρχουν τρία βαθιά ριζωμένα προβλήματα, τα οποία δεν θα λυθούν αναγκαστικά επειδή ο Τζο Μπάιντεν επικράτησε οριακά σε κάποιες κρίσιμες πολιτείες. Πρώτον, η χώρα είναι βαθιά διχασμένη και η δυσαρέσκεια που οδήγησε στην άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ δεν πρέπει να αγνοηθεί. Δεύτερον, είναι κοινό λάθος η πεποίθηση ότι οι αμερικανικοί θεσμοί είναι ικανοί να μας σώσουν από κάθε μορφή εκτροπής. Δεν είναι όμως κατάλληλα διαμορφωμένοι για την αντιμετώπιση πολιτικών όπως ο Τραμπ. Ο μόνος τρόπος να ελεγχθούν αυτοί είναι μέσω εκλογών, αλλά, όπως έδειξε ο Τραμπ, υπάρχουν τρόποι να στρεβλωθεί η διαδικασία της ψήφου στις Ηνωμένες Πολιτείες – και η επόμενη εκδοχή του Τραμπ, που θα είναι ευφυέστερη, θα το κάνει αυτό ακόμα καλύτερα. Δεν μπορούμε να βασιστούμε στα δικαστήρια· σίγουρα δεν μπορούμε να βασιστούμε στο Κογκρέσο ή στην ομοσπονδιακή γραφειοκρατία. Η τελευταία γραμμή άμυνας κατά μιας τέτοιας απόπειρας σφετερισμού της εξουσίας είμαστε εμείς: η κοινωνία».

Ο Ατζέμογλου μιλάει με θερμά λόγια για τον επόμενο πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών και τον τρόπο με τον οποίο ένωσε αρκετές ομάδες ψηφοφόρων δυσαρεστημένων με τον Τραμπ σε έναν νικηφόρο εκλογικό συνασπισμό. 

«Δεν έχουμε όμως κανένα περιθώριο για εφησυχασμό – πειρασμό στον οποίο θα υποπέσει το 80% των διανοουμένων», προειδοποιεί. «Και αυτό με οδηγεί στο τρίτο πρόβλημα: βρισκόμαστε σε μία κρίσιμη συγκυρία για την αντιμετώπιση των οικονομικών ρηγμάτων που έχουν γεννήσει όλη αυτή τη δυσαρέσκεια. Και στο μέτωπο αυτό, η νέα διοίκηση Μπάιντεν δεν δείχνει να είναι επαρκώς ριζοσπαστική. Ούτε, παρεμπιπτόντως, θεωρώ ότι η προοδευτική πτέρυγα του κόμματος έχει κάνει τη σωστή διάγνωση».

Η αναδιανομή δεν αρκεί

Για τον καθηγητή του MIT δεν αρκεί η αύξηση του κατώτατου μισθού ή της αναδιανομής του εισοδήματος (παρότι θεωρεί και τα δύο αναγκαία). «Χρειαζόμαστε μία πολύ πιο συνολική αναδιάρθρωση της αμερικανικής οικονομίας, και αυτό πρέπει να ξεκινήσει από το πώς χρησιμοποιούμε την τεχνολογία και ποιος την ελέγχει. Χωρίς μια τέτοια αναδιάρθρωση δεν θα δημιουργηθούν αρκετές καλές νέες θέσεις εργασίας, και αν δεν γίνει αυτό, η δυσαρέσκεια θα διατηρηθεί».

Πόσο σημαντικό εμπόδιο σε αυτήν την αναδιάρθρωση αποτελεί η αμερικανική οικονομική υπερ-ελίτ; Εχει εξελιχθεί σε απειλή για την αμερικανική Δημοκρατία; «Ναι, πιστεύω ότι όντως αποτελεί απειλή – με έναν κάπως σύνθετο τρόπο. Η κλασική μέθοδος είναι αυτή που περιγράφουμε με τον Τζέιμς Ρόμπινσον στο “Γιατί Αποτυγχάνουν τα Εθνη” σχετικά με τη Βενετία. Εκεί, είχαμε μία οικονομική ελίτ, η οποία στη συνέχεια απέκτησε πολιτική εξουσία και χρησιμοποίησε την εξουσία αυτή για να αποτρέψει άλλους από το να αποκτήσουν πρόσβαση στο Κοινοβούλιο ή στις επικερδείς οικονομικές δραστηριότητες χάρη στις οποίες είχε πλουτίσει. Η κατάσταση στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι πιο περίπλοκη. Δεν έχουμε μία συνεκτική ελίτ, η οποία συνωμοτεί για να αποσύρει τη σκάλα ανέλιξης για τους υπόλοιπους, ή που είναι τόσο ισχυρή ώστε να μπορεί να κρατά την υπόλοιπη κοινωνία σε υποτακτική θέση. Αλλά έχουμε μία ελίτ που έχει απομονωθεί εντελώς από την κοινωνία, η οποία κατανοεί τον κόσμο αποκλειστικά μέσα από τη δική της οπτική και θεωρεί ότι αυτά τα επίπεδα ανισότητας είναι απολύτως δικαιολογημένα. Αν με ρωτούσατε πριν από 12 χρόνια από ποιον κινδυνεύουν οι Ηνωμένες Πολιτείες, θα αναφερόμουν στην ελίτ του χρηματοπιστωτικού τομέα. Εκείνοι θύμιζαν πολύ περισσότερο το παράδειγμα της Βενετίας – είχαν στα χέρια τους το χρήμα και τα μπράτσα τους γύρω από την πολιτική διαδικασία. Και κατά τη χρηματοπιστωτική κρίση είδαμε την αποκρουστική αλήθεια του πόσο ισχυροί ήταν: χειραγώγησαν το σύστημα, απέφυγαν τις ευθύνες τους, διαμόρφωσαν όπως ήθελαν τη νομισματική πολιτική και την πολιτική για τη διάσωση των τραπεζών».

Σήμερα, όμως, σύμφωνα με τον σπουδαίο οικονομολόγο, η καρδιά του προβλήματος δεν βρίσκεται στη Wall Street. «Η μεγαλύτερη απειλή σήμερα είναι η ελίτ της Σίλικον Βάλεϊ», λέει. «Είναι αυτή η νοοτροπία που βασίζεται στην άποψη ότι το σύστημα λειτουργεί, ότι οι ίδιοι είναι τόσο επιτυχημένοι γιατί είναι οι πιο έξυπνοι, ότι αυτοί πρέπει να καθορίσουν την πορεία της τεχνολογίας, χωρίς παρεμβάσεις από το κράτος, με την κοινωνία να ακολουθεί τον δρόμο που θα χαράξουν».

Οι παθογένειες των ΗΠΑ

Ο Ατζέμογλου έχει ασχοληθεί εις βάθος με τις παθογένειες της αμερικανικής οικονομίας που έχουν επιτρέψει στους τιτάνες της τεχνολογίας να κερδοσκοπούν ιλιγγιωδώς με επιχειρηματικά μοντέλα που βασίζονται ολοένα και περισσότερο στην αυτοματοποίηση και την αντικατάσταση της εργασίας από το κεφάλαιο (και ειδικά την πιο σύγχρονη εκδοχή του, την τεχνητή νοημοσύνη). 

Πώς πιστεύει ότι μπορεί να ανατραπεί αυτό το μοντέλο ανάπτυξης, που διευρύνει διαρκώς την ανισότητα και αποτελεί συνταγή για πολιτικούς εφιάλτες; Υπάρχουν πολιτικοί στη Δύση που δείχνουν έστω να κατανοούν το μέγεθος του προβλήματος;

«Να προλογίσω την απάντησή μου, κατ’ αρχάς, λέγοντας ότι δεν ξέρω όλες τις απαντήσεις, δεν ξέρω ακριβώς πώς θα γίνει αυτό (σ.σ. η ανατροπή του υφιστάμενου μοντέλου ανάπτυξης). Πρέπει όλοι μαζί να συνεργαστούμε για να βρούμε αυτές τις απαντήσεις. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το επιτελείο του Μπάιντεν δεν ξέρει τις απαντήσεις· είναι ότι δεν θέτει καν τις σωστές ερωτήσεις. Το πρώτο βήμα λοιπόν είναι να τεθούν οι σωστές ερωτήσεις. Και μετά θα προκύψουν κάποιες πρώτες, προφανείς απαντήσεις. Το πρώτο –αλλά ελάσσον– βήμα είναι να λυγίσουμε τη δύναμη που διαθέτουν οι εταιρείες του Big Tech επί της κοινωνίας. Ηδη υπάρχει ένας αναβρασμός στην κοινωνία για αυτό».

Ενα δεύτερο, πιο σημαντικό βήμα, σύμφωνα με τον συνομιλητή της «Κ», είναι «να διευρύνουμε τις φωνές που καθορίζουν το μέλλον της τεχνολογίας. Πώς θα παίξει έναν ρόλο το κράτος στην ενθάρρυνση νέων τεχνολογιών, με την κατάλληλη μέριμνα για τις κοινωνικές τους συνέπειες;».

Η αφύπνιση του κράτους και της κοινωνίας σε σχέση με το φαινόμενο του θερμοκηπίου και την κλιματική αλλαγή, από τη δεκαετία του ’80 και μετά, είναι μία χρήσιμη αναλογία, λέει. Οπως και τότε, εξηγεί, αργήσαμε να παραδεχθούμε το πρόβλημα – υπήρχε ένα ισχυρό λόμπι που αρνείτο καν ότι υπήρχε. Η συνειδητοποίηση των καταστροφικών συνεπειών της ενεργειακής εξάρτησης στους υδρογονάνθρακες ήλθε σταδιακά, με αποτέλεσμα «οι κυβερνήσεις να αρχίσουν να αναλαμβάνουν δράση». Στη συνέχεια, για να είναι η δράση αυτή αποτελεσματική, «χρειαστήκαμε καλύτερες μεθόδους μέτρησης» για τη βλάβη που προκαλούσαν οι διαφορετικές δραστηριότητες.

«Σε αυτή την κατάσταση βρισκόμαστε και τώρα (σ.σ. σε σχέση με την ψηφιακή τεχνολογία). Χρειαζόμαστε κατ’ αρχάς μια αφύπνιση του κράτους και της κοινωνίας. Στη συνέχεια θα δούμε τις λεπτομέρειες, πώς π.χ. η τεχνητή νοημοσύνη μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καλό και όχι για κακό – σε οικονομικούς όρους για τη δημιουργία αντί για την καταστροφή θέσεων εργασίας, για την αύξηση της παραγωγικότητας, τον εμπλουτισμό της ζωής των εργαζομένων· αλλά και για τη βελτίωση της ποιότητας του πολιτικού διαλόγου, αντί για το μοντέλο του Facebook, για την ενίσχυση της ατομικής αυτονομίας, αντί της παρακολούθησης και της χειραγώγησης των χρηστών από κυβερνήσεις και εταιρείες κ.ο.κ.». 

Υπάρχουν ήδη άτομα και οργανώσεις που θέτουν αυτά τα ζητήματα, παραδέχεται, «αλλά μέχρι στιγμής παραμένουν στο περιθώριο».

Η Ευρώπη ως τρίτος πόλος

Ο Ατζέμογλου βλέπει στην Ευρωπαϊκή Ενωση μία πρώτη σοβαρή απόπειρα να τεθούν αυτά τα όρια στην επιρροή των τεχνολογικών κολοσσών. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει υπάρξει προβληματική για πολλούς λόγους. Αλλά είναι στην εμπροσθοφυλακή όσον αφορά την κατανόηση, την αναγνώριση και την ανάληψη δράσης για τον έλεγχο της υπερβολικής ισχύος των τεχνολογικών κολοσσών». 

Μπορεί όμως η Ε.Ε. να επιδείξει την πολιτική βούληση και την πρακτική ικανότητα να αποτελέσει τον τρίτο πόλο στην ψηφιακή γεωπολιτική, έναντι του αμερικανικού μοντέλου της υπεροχής του ιδιωτικού τομέα και του κινεζικού μοντέλου, στο οποίο το κράτος έχει τον κεντρικό καθοδηγητικό ρόλο;
«Αγνωστο. Δεν θέλω να είμαι αφελώς αισιόδοξος. Αλλά στο θέμα των Big Tech οι Ευρωπαίοι έχουν τα σωστά ένστικτα. Ισως είναι κρυφή ευλογία το γεγονός ότι καμία από αυτές τις εταιρείες δεν είναι ευρωπαϊκή. Αν ήταν, ίσως οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές να καθίσταντο όμηροί τους σε κάποιο βαθμό. Παράλληλα, όμως, δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι οι κανονισμοί της Ε.Ε. θα αποδειχθούν αποτελεσματικοί. Το GDPR, για παράδειγμα, που αφορά την προστασία της ιδιωτικότητας, είχε τις σωστές προτεραιότητες, αλλά δεν λειτούργησε. Και δεν ξέρουμε αν οι νέοι κανονισμοί (σ.σ. προτάθηκαν προ ημερών από την Κομισιόν) για τις ψηφιακές αγορές και τις ψηφιακές υπηρεσίες θα αποδειχθούν πιο αποτελεσματικοί».

Το βασικό πρόβλημα της Αγκυρας είναι πολιτικό και θεσμικό

Η συζήτηση στρέφεται στη γενέτειρά του, τις ευρωτουρκικές σχέσεις και τις προοπτικές της τουρκικής οικονομίας. «Η Ευρωπαϊκή Ενωση», εξηγεί, «δεν έχει τη δομή για να αντιμετωπίσει χώρες όπως η Τουρκία, η Ρωσία και η Κίνα, γιατί τα συμφέροντα των μελών της απέναντί τους διαφέρουν σημαντικά». Η Γερμανία, παρατηρεί, εξακολουθεί να προτιμά το καρότο από το μαστίγιο στους χειρισμούς της απέναντι στον Ταγίπ Ερντογάν, κυρίως λόγω του ρόλου της Τουρκίας στη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών προς την Ευρώπη.

Σε κάθε περίπτωση, τονίζει, «δεν μπορούμε να ελπίζουμε ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση θα λύσει τα προβλήματα της Τουρκίας. Τα προβλήματα αυτά είναι εσωτερικά και μόνο η ίδια η Τουρκία μπορεί να τα λύσει. Προσωπικά, επιχειρηματολογώ εδώ και περίπου μία δεκαετία ότι το βασικό πρόβλημα της χώρας είναι πολιτικό και θεσμικό. Η Τουρκία μπορεί να βελτιώσει τους οικονομικούς της θεσμούς μόνο αν διορθώσει τους πολιτικούς της θεσμούς».
Για τον Ατζέμογλου βρισκόμαστε στην «αρχή του τέλους» της μακράς περιόδου της ταχύρρυθμης αλλά μη βιώσιμης ανάπτυξης της τουρκικής οικονομίας, βασισμένης στον φθηνό δανεισμό και σε «ξένους επενδυτές που δεν ενδιαφέρονταν πραγματικά για το τι συμβαίνει στην Τουρκία και δεν είχαν και πολλές άλλες καλές επιλογές». 

Ο Ερντογάν, σημειώνει, «μπορούσε για όλο αυτό το διάστημα να αναβάλλει το αναπόφευκτο. Οι οικονομικές παθογένειες συσσωρεύονταν – και τώρα πλήττουν σφοδρότατα την τουρκική οικονομία. Ο νέος κορωνοϊός έχει χτυπήσει άσχημα τη χώρα, η ανεργία έχει αυξηθεί, ο κόσμος υποφέρει. Οι ισολογισμοί των εταιρειών και των τραπεζών βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση, τα ξένα κεφάλαια αυξανόμενα αποφεύγουν τη χώρα… Ολα αυτά συμβάλλουν σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση και δεν νομίζω ότι υπάρχει κάποια εύκολη λύση. Πρέπει να υπάρξει μία πολύπλευρη προσέγγιση, με βελτίωση του νομικού πλαισίου και του επιχειρηματικού κλίματος, απόσυρση του κράτους και της πολιτικής επιρροής από τις επιχειρήσεις, περισσότερη διαφάνεια και καταπολέμηση της διαφθοράς. Αυτά, φυσικά, αφορούν τον μεσοπρόθεσμο ορίζοντα – πρέπει να συνδυαστούν με βραχυπρόθεσμα μέτρα που θα σταθεροποιήσουν τη μακροοικονομική εικόνα, θα αντιμετωπίσουν τα προβλήματα στους εταιρικούς και τραπεζικούς ισολογισμούς, θα προσελκύσουν εκ νέου ξένα κεφάλαια κ.ο.κ.». Η Τουρκία, τονίζει, έχει σημαντικά προτερήματα: «νέο πληθυσμό, επιχειρηματικό πνεύμα, καλές διασυνδέσεις με ξένες εταιρείες σε κλάδους αιχμής, μεγάλη εσωτερική αγορά». Αυτό που χρειάζεται είναι να κάνει τις αναγκαίες αλλαγές στο θεσμικό της τοπίο για να τις αξιοποιήσει.  

Η δεσποτική Κίνα

Μία χώρα, πάντως, έχει χρησιμοποιήσει τη δική της εκδοχή του αυταρχικού κρατισμού για να μετατραπεί σε πανίσχυρο αντίπαλον δέος της Δύσης. Ανησυχεί μήπως η εποχή της τεχνητής νοημοσύνης ευνοεί τον «Δεσποτικό Λεβιάθαν», κυρίαρχος εκπρόσωπος του οποίου σήμερα είναι η Κίνα; Αν ένα καθεστώς έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί κάθε πτυχή της ψηφιακής ζωής των πολιτών του, δεν μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους χωρίς να χρειάζεται να τους δίνει φωνή; «Ανησυχώ πολύ γι’ αυτό, σε πολλά επίπεδα. Στις αρχές του 21ου αιώνα αρκετοί θεωρούσαν ότι η ψηφιακή τεχνολογία θα ενισχύσει τις τάσεις εκδημοκρατισμού. Τελικά όμως φαίνεται ότι ενισχύουν τα κράτη έναντι του ατόμου. Επιπλέον, η απόλυτη απουσία φραγμών στη συλλογή και επεξεργασία των δεδομένων στην Κίνα είναι ένα ισχυρό συγκριτικό πλεονέκτημα – πολλοί κορυφαίοι Αμερικανοί ερευνητές θα ήθελαν πολύ να συνεργαστούν με την κινεζική κυβέρνηση, αγνοώντας τις κατάφωρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της ιδιωτικότητας. Παραμένω πεπεισμένος ότι ένα πλήρως δεσποτικό καθεστώς, ακόμα και ενισχυμένο από ωκεανούς δεδομένων, δεν είναι ένα μακροπρόθεσμα βιώσιμο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης. Αλλά (σ.σ. η κινεζική περίπτωση) έχει γίνει αρκετά πιο σύνθετη σε σχέση με το 2010-11, όταν γράφαμε το “Γιατί αποτυγχάνουν τα έθνη”».

H επόμενη μέρα της COVID

Ο Ντάρον Ατζέμογλου διστάζει να προβλέψει τι θα αφήσει πίσω της η πανδημία. «Η ελπίδα είναι ότι, επειδή επιδείνωσε πολλά από τα υφιστάμενα ρήγματα, θα μας οδηγήσει σε μία σοβαρή συζήτηση για το πώς θα οικοδομήσουμε μία καλύτερη δημοκρατία, ένα καλύτερο κράτος πρόνοιας. Στο επίκεντρο όλων αυτών πρέπει να βρεθεί η διαχείριση της τεχνολογίας. Υπάρχουν πολλοί δρόμοι που μπορούμε να ακολουθήσουμε: να συνεχίσουμε όπως πορευόμασταν· να ενδυναμώσουμε περαιτέρω τη λογική της Σίλικον Βάλεϊ, με περισσότερη αυτοματοποίηση, αύξηση της ανισότητας· ακόμα και να μιμηθούμε την Κίνα, καταπιέζοντας την ελευθερία του Τύπου και τις δημοκρατικές ελευθερίες. Είμαστε σε μία κρίσιμη συγκυρία και η συλλογική δράση θα παίξει κρίσιμο ρόλο. Στις ΗΠΑ ίσως υπήρξαμε τυχεροί – το σοκ του Τραμπ μας έκανε να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει κάτι να κάνουμε. Η μη συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν μεγάλα προβλήματα είναι η ίδια ένα μεγάλο πρόβλημα».


Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2020

 Για να μην ξεχνιόμαστε…

Κωστής Κώστας

16.10.2020,



Μέσα στο κλίμα της αμετροέπειας που συνήθως χαρακτηρίζει τα πολιτικά μας πράγματα και της έντονα συναισθηματικής αντιμετώπισής τους, η καταδίκη της Χρυσής Αυγής δεν θα πρέπει να μας κάνει να λησμονήσουμε κάτω από ποιες συνθήκες η οργάνωση αυτή έκανε την εμφάνισή της και ισχυροποιήθηκε, πώς μπόρεσε να κερδίσει τη νομιμοποίησή της μπαίνοντας στο Κοινοβούλιο και να συμμετέχει, από θέση εξαιρετικά προνομιακή, στον αντισυστημικό λόγο κατά των μνημονίων και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και φυσικά να ξεπεράσει κάθε όριο στη χρήση βίας εναντίον των ομάδων εκείνων που αισθανόταν ότι θα της προσέδιδε αίγλη χωρίς ιδιαίτερο κόστος. Όπως συμβαίνει συνήθως, πολλοί διεκδικούν την πατρότητα ενός ευτυχούς γεγονότος, όπως η καταδίκη της Χρυσής Αυγής, κανένας τις ευθύνες των δυσάρεστων εξελίξεων, δηλαδή την άνοδό της.

Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο Αντώνης Σαμαράς ως πρωθυπουργός ήταν εκείνος που είπε το «ως εδώ» και με υπουργό Δικαιοσύνης τον Νίκο Δένδια έκαναν την αποφασιστική κίνηση που οδήγησε τα μέλη της Χρυσής Αυγής στη φυλακή και στην πολιτική της διάλυση. Ως προς αυτό δικαιούται τα εύσημα που αντιστοιχούν στην επιλογή του. Ωστόσο, ο Αντώνης Σαμαράς έχει και τις ευθύνες του για τη γιγάντωση του φαινομένου της Χρυσής Αυγής. Με τον αντιμνημονιακό του λόγο και τις απιθανότητες των περίφημων προγραμμάτων Ζάππειο 1 κ.λπ. δημιούργησε την εντύπωση ότι υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις, και μάλιστα θαυματουργές, που οι ξένοι δεν επέτρεπαν να υιοθετηθούν, και ότι οι έλληνες πολιτικοί που τα εφάρμοζαν ήταν πουλημένοι… Περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον έδωσε την εντύπωση ότι τα μνημόνια ήταν κάτι το δαιμονικό και ότι αυτός μόνο είχε τη μαγική συνταγή για την αντιμετώπισή τους. Πράγμα που φυσικά τού κόστισε σε εκλογική ισχύ, αλλά δεν τον εμπόδισε να αναλάβει, τελικά, την πρωθυπουργία. Είχε όμως πετύχει να εδραιώσει σε ένα μεγάλο μέρος των Ελλήνων την πεποίθηση ότι υπήρχε μια θαυματουργή λύση στα οικονομικά προβλήματα, μια πεποίθηση πάνω στην οποία έχτισαν και ο ΣΥΡΙΖΑ και η Χρυσή Αυγή, αλλά και όλο το φάσμα της Ακρας Δεξιάς (ΛΑΟΣ και ΑΝΕΛ). Την ίδια στιγμή και μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η ανοχή που είχε κερδίσει η Χρυσή Αυγή ήταν κάτι περισσότερο από κραυγαλέα (να θυμίσω το φαινόμενο Μπαλτάκου;).

Ωστόσο η αντίληψη για τη δαιμονική φύση των μνημονίων και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας έφτασε στα άκρα με τις ομάδες των Αγανακτισμένων στην πλατεία Συντάγματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκοντας, με τη σειρά του, να αυξήσει την ισχύ του, έδωσε χείρα βοηθείας στους Χρυσαυγίτες – έτσι κι αλλιώς οι οπαδοί τους συναγελάζονταν στον ίδιο τόπο, την πλατεία Συντάγματος -, νομιμοποίησε τη λογική τους και την πρακτική τους και φυσικά έναν λόγο που θεωρούσε την κοινοβουλευτική δημοκρατία υπεύθυνη για τα δεινά της χώρας. Εξάλλου η κυβερνητική συνεργασία του ΣΥΡΙΖΑ με ένα ακροδεξιό κόμμα έδειχνε ότι ο πολιτικός λόγος και η πολιτική πρακτική δεν είχαν πλέον καμία σχέση μεταξύ τους και ότι η Άκρα Δεξιά και η Άκρα Αριστερά μπορούν μια χαρά να συναντηθούν και να συνεργαστούν…

Ο χώρος δεν μου επιτρέπει να συνεχίσω την αφήγηση όπως θα ήθελα, ωστόσο θα ήταν μεγάλο λάθος να σκεφτούμε ότι η Χρυσή Αυγή ήταν ένα φαινόμενο αποκομμένο από την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Αντιθέτως, πιστεύω ότι η ακροδεξιά εγκληματική οργάνωση, σύμφωνα με την απόφαση του δικαστηρίου, υπήρξε δημιούργημα αυτού του πολιτικού συστήματος: ενός συστήματος που αναπαράγεται με τις δικές του νόρμες και προς το δικό του συμφέρον, έχοντας δε λίγα να κάνει με τις πολιτικές αρχές που δήθεν πρεσβεύει το κάθε κόμμα και αδιαφορώντας για το κόστος που θα έχει για τη χώρα η αναζήτηση της εξουσίας.

Επομένως δυσκολεύομαι να πειστώ από τα λόγια των αρχηγών των κομμάτων εναντίον της Χρυσής Αυγής ότι πραγματικά έχουν συναίσθηση πού οδηγήθηκε η χώρα και πόσο εξευτελιστική ήταν για την εικόνα της – στην καλύτερη περίπτωση – η δράση ενός νεοναζιστικού κόμματος. Και μόνο η διάταξη της Βουλής που πρόσφατα βγήκε στην επιφάνεια με την περίπτωση Ζαρούλια ή τα όσα είπε ο Κοντονής για την τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα αρκούν για να δείξουν πόσους μικρούς κοινούς τόπους βρίσκουν τα κόμματα στην αναζήτηση του βολέματος, αλλά και της εξουσίας, συμβάλλοντας έτσι στην αποδυνάμωση της Δημοκρατίας. Γιατί μέσα από τις πρακτικές αυτές εμφανίζεται η εικόνα ενός πολιτικού συστήματος που αδίστακτα εργάζεται για λογαριασμό των παροικούντων αυτό και όχι προς όφελος της χώρας. Και αυτό ακριβώς αποτελεί τη βάση για τη γέννηση κομμάτων αντίστοιχης λογικής – και στα αριστερά και στα δεξιά – με τη Χρυσή  Αυγή, κομμάτων δηλαδή που αξιοποιούν την οργή και τον θυμό εκείνων που υποφέρουν. Και βέβαια η κοινωνική βάση είναι τέτοια και έχει διαπαιδαγωγηθεί με τέτοιον τρόπο που ακόμα και ένας Σώρας ή ένας Βελόπουλος μπορούν να αποκτήσουν πολιτική επιρροή. Γιατί όχι και η Χρυσή Αυγή που ήταν και πιο οργανωμένη;

Ας μη λησμονούμε λοιπόν ότι η Χρυσή Αυγή δεν ήταν ένα φαινόμενο που δημιουργήθηκε εν κενώ. Αντιθέτως, είναι σαφές ποιοι και πώς οδήγησαν στην άνοδό της, όπως επίσης στην πτώση της (οφείλουμε να το παραδεχθούμε). Δεν παύει όμως να είναι ένα φαινόμενο που γεννήθηκε χάρη στο ελληνικό πολιτικό σύστημα και έδρασε στο πλαίσιό του. Ας προσθέσω δε, τελειώνοντας, ότι το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν έδειξε το θάρρος να αντιμετωπίσει το ίδιο το φαινόμενο της Χρυσής Αυγής, αλλά εναπόθεσε την αντιμετώπισή της στη Δικαιοσύνη. Δεν θα το έλεγε κανείς και γενναία στάση, στάση για την οποία μπορεί να υπερηφανεύεται.

Ο κ. Κώστας Κωστής είναι καθηγητής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020



Το ρήμα και οι αντωνυμίες

του Τίτου Πατρίκιου


“Αν κάτι μισούσαμε, ήταν οι μύθοι.
Λέγαμε πως θα τους γκρεμίσουμε θα τους εξαφανίσουμε
για πάντα. Εμείς άλλωστε είχαμε φτιάξει το ρήμα «απομυθοποιώ».
Πριν δεν υπήρχε στα λεξικά. (Τώρα, ποιοι είμαστε εμείς, νομίζω
πως ο αναγνώστης εύκολα το καταλαβαίνει. Κι έπειτα είναι πολύ
κοντινό με το οι δικοί μας. Αν χρειάζονται κάποιες χρονολογικές
διευκρινήσεις, ο αναγνώστης ας σκεφτεί τη δεκαετία του ’50, λίγο
και του ’60). Εμείς, λοιπόν, αναλύαμε απομυθοποιητικά την
πραγματικότητα και βρίσκαμε αλήθειες που θέλαμε να τις
γενικεύσουμε. Όταν όμως τα πράγματα μας αντιστέκονταν, εμείς
τροποποιούσαμε την εικόνα των πραγμάτων. Τις αλήθειες μας
ποτέ.
            Δεν είχαμε επίγνωση πως κατασκευάζαμε έτσι
καινούργιους μύθους. Τόσο πειστικούς, τόσο ανθεκτικούς,
ώστε αρκετοί άνθρωποι, σίγουροι κι αυτοί πως απομυθοποιούν
τα πράγματα, εξακολούθησαν να τους παίρνουν για πρωταρχικές
αλήθειες. Ακόμα περισσότερο, κατάγγελναν για συκοφάντη,
καταδίκαζαν για ιερόσυλο, όποιον κάτι καταλάβαινε για την                      
κατασκευή των μύθων κι αποκάλυπτε, έστω καθυστερημένα,
τι δική του συμβολή. Αλλά, στο κάτω-κάτω, είναι για τον
καθένα δύσκολο να δεχθεί πως πίστευε σε μύθους.
(Φαντάζομαι ο αναγνώστης να πρόσεξε ότι εδώ, τη θέση του
εμείς, την έχουν πάρει άλλες αντωνυμίες.)”

21-6-20  Βουρβουρού Χαλκιδικής

Δευτέρα 4 Μαΐου 2020


Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝΟΪΟΥ ΕΙΣΑΓΕΙ ΕΝΑΝ ΧΡΗΣΙΜΟ ΦΟΒΟ, ΤΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΣΗ ΤΩΝ ΟΡΙΩΝ ΜΑΣ

ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΛΑΚΗΣ
Ομότιμος καθηγητής Γεωπολιτικής στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ από ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ στο ΒΗΜΑ (26-4-2020)




Ποια εικόνα διαμορφώνει στον παγκόσμιο χάρτη η πανδημία του κορωνοϊού; Πως θα αντιδράσουν οι κοινωνίες μας,
«Εδώ και χρόνια, το κυρίαρχο πρότυπο της μεταψυχροπολεμικής περιόδου διαβρώνεται και αμφισβητείται, χωρίς όμως να έχει διαμορφωθεί ένα συνολικό ανατρεπτικό αφήγημα. Η ηγεμονία των ΗΠΑ έχει κλονιστεί, η ”Υπερδύναμη” παραιτείται από μόνη της, εφόσον κατεδαφίζει το διεθνές σκηνικό το οποίο η ίδια θεμελίωσε. Η πρόσφατη επίθεση του προέδρου Τραμπ στον Διεθνή Οργανισμό Υγείας είναι ενδεικτική. Ταυτοχρόνως, έχει αναδυθεί η οικονομική ισχύς της Κίνας, η οποία αρχίζει σταδιακά να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο. Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει εξαιρετικά πολυσύνθετα και διασυνδεδεμένα συστήματα τα οποία, πλέον, ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο. Φάνηκε ήδη με την οικονομική κρίση του 2008, προτού καταστεί εξόφθαλμα αντιληπτό με την τρέχουσα υγειονομική κρίση. Η διαχείριση των κρατικών υπηρεσιών, σύμφωνα με το πρότυπο των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους σε περίοδο κρίσης ή γενικότερα, όταν πρέπει να αντιμετωπιστούν απρόβλεπτες καταστάσεις. Τέλος, υφίστανται σοβαρά περιβαλλοντικά προβλήματα τα οποία σχετίζονται με την επέκταση του δυτικού καταναλωτικού προτύπου σε ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Όλες αυτές οι εξελίξεις υπήρχαν και πριν από την πανδημία. Με την έκρηξη, όμως, της υγειονομικής κρίσης οι αντιφάσεις αποκαλύφθηκαν και προβλήθηκαν. Συγκλίνουν τώρα, ενισχύοντας το αίτημα της αλλαγής. Αυτή νομίζω ότι θα είναι η βασική αντίδραση των κοινωνιών μας μετά ιό. Ποιο θα είναι το νέο “παράδειγμα”; Ουδείς μπορεί να το καθορίσει. Θα προκύψει μέσα από συγκρούσεις και ανακατατάξεις σε μια προσεχή περίοδο δύο-τριών ετών, η οποία θα χαρακτηρίζεται από αστάθεια».

Αλλάζει όμως λέτε η γεωπολιτική σύνθεση των «δυνατών»; Ποιες θα είναι οι νέες δυνάμεις τα επόμενα χρόνια και ποιο είναι το πολιτικό παιχνίδι που στήνεται τώρα στην παγκόσμια σκακιέρα;
«Η γεωπολιτική σύνθεση των «δυνατών» είχε ήδη αλλάξει πριν από την υγειονομική κρίση. Ο κόσμος όπως διαμορφώθηκε τη δεκαετία του 1990 δεν υπάρχει πλέον. Η κόπωση των ΗΠΑ, η διαφοροποίηση του Ηνωμένου Βασιλείου από το ευρωπαϊκό σχέδιο και βέβαια, η άνοδος της Κίνας και των άλλων δυνάμεων διαμορφώνουν ένα πολυπολικό διεθνές πλαίσιο, πολύ μακριά από τον μονοπολικό κόσμο ο οποίος προέκυψε στο τέλος του Ψυχρού πολέμου. Η υγειονομική κρίση κατέστησε τις εξελίξεις αυτές ορατές. Ταυτοχρόνως, λειτουργεί και ως καταλύτης για την ανάδυση των νέων μορφών της παγκόσμιας οργάνωσης. Ο Μαρξ θεωρεί ότι “η βία είναι η μαμή της Ιστορίας”. Η υγειονομική κρίση λειτουργεί όπως η βία. Δεν δημιουργεί από μόνη της νέες καταστάσεις, εκμαιεύει τις κυοφορούμενες. Είναι προφανές ότι ο μονοπολικός ενοποιημένος και αμερικανοκίνητος κόσμος τελειώνει.
Τι θα τον διαδεχθεί; Ένας νέος διπολισμός, δηλαδή ένα στρατόπεδο υπό κινεζική ηγεμονία και μια αντικινεζική συμμαχία με κύριο πυρήνα την Ευρώπη και την Αμερική; Δεν φαίνεται πιθανό και βέβαια, δεν είναι καθόλου επιθυμητό. Μια άλλη εναλλακτική είναι να διαμορφωθούν μεγάλα περιφερειακά σύνολα, με κριτήριο τη γεωγραφία και τον πολιτισμό. Αντί για την ενιαία παγκοσμιοποίηση, η διαχείριση της οποίας έχει καταστεί προβληματική, θα οδηγηθούμε στην πολλαπλή παγκοσμιοποίηση. Σε αυτή την προοπτική, το ευρωπαϊκό σχέδιο μπορεί να αναζωογονηθεί».

Πως κρίνετε τις σχέσεις που διαμορφώθηκαν εντός της ΕΕ στη διάρκεια της κρίσης;
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση λειτούργησε όπως και η υπόλοιπη ανθρωπότητα. Καθώς οι δομές αλληλεγγύης ήσαν πολύ λιγότερο ανεπτυγμένες από τις οικονομικές, απεδείχθη ανίκανη να παρέμβει στον υγειονομικό τομέα. Μένει να αποδειχθεί αν, τουλάχιστον, θα κατορθώσει να λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά στην επακόλουθη οικονομική κρίση.
Η διπλή κρίση, υγειονομική και κατόπιν οικονομική, εισάγει την ΕΕ σε μια φάση περιδίνησης, η οποία θα αποκαλύψει τα νέα γεωπολιτικά διακυβεύματα. Μπορεί να υπάρξει χωρίς την αμερικανική καθοδήγηση και ενθάρρυνση; Μήπως οι επικείμενοι μεγάλοι γεωπολιτικοί μετασχηματισμοί προσφέρουν νέα πνοή στο ευρωπαϊκό σχέδιο; Αν αυτή η υπόθεση επιβεβαιωθεί, προς τα πού θα στραφεί η Ευρώπη; Υφίστανται δυο πόλοι έλξης: Η Ρωσία και η Αφρική. Ανάλογα με την επιλογή της, θα καθοριστεί και ο νέος χαρακτήρας της: περισσότερο κεντρο-ευρωπαϊκός, δηλαδή κυρίως γερμανικός ή μεσογειακός, δηλαδή κυρίως γαλλικός. Βγαίνουμε πλέον από τη μακρά «διαχειριστική» περίοδο της Ευρωπαϊκής οικοδόμησης για να επανέλθουμε στη «μεγάλη πολιτική», δηλαδή τη Γεωπολιτική με όλους τους κινδύνους της».

Βλέπετε χώρες να αναδεικνύονται με βάση την υγειονομική τους εγρήγορση και το πώς αντέδρασαν στην κρίση;
«Η υγειονομική εγρήγορση είναι, βέβαια, συνάρτηση των υλικών και πνευματικών δεδομένων της κάθε κοινωνίας. Έχει, όμως, μεγάλη σχέση και με την πολιτική συγκυρία, τη σύμπτωση. Αν η Ελλάδα αντέδρασε τόσο καίρια και αποτελεσματικά, είναι συνέπεια της ωριμότητας την οποία απέκτησε ο ελληνικός λαός μέσα από την περιπέτεια της οικονομικής κρίσης. Δεν είναι δύσκολο να υποθέσουμε τι θα είχε συμβεί αν ο κορονοϊός είχε εμφανιστεί πέντε χρόνια νωρίτερα. Αντιθέτως, η γείτων Τουρκία συναντήθηκε με τον κορονοϊό σε στιγμή πολιτικής παρακμής, γεωπολιτικών αποτυχιών και οικονομικών αδιεξόδων. Για τους λόγους αυτούς αντιμετωπίζει πολύ σοβαρούς κινδύνους ως προς τις ζωτικές της ισορροπίες και αποτελεί παράγοντα κινδύνου και για εμάς.
Η υγειονομική εγρήγορση αποτελεί, επομένως, ασφαλή ένδειξη της γενικότερης κατάστασης μιας κοινωνίας. Οι χώρες οι οποίες αντέδρασαν σωστά και εγκαίρως είναι φυσικό να αναβαθμίζονται ως προς την εικόνα τους».

 Για την Ελλάδα ποιες ισορροπίες διαμορφώνονται;
«Μετά τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, η διεθνής κοινή γνώμη αντιμετώπισε με επιφυλακτικότητα και δυσπιστία τη νέα κυβέρνηση. Στο εξωτερικό, η επικράτηση της Νέας Δημοκρατίας εν πολλοίς εμφανίστηκε ως επιστροφή στην εξουσία ενός πολιτικού κατεστημένου, υπεύθυνου για την χρεοκοπία της Ελλάδας. Όταν έγινε αντιληπτό ότι η νέα κυβέρνηση δεν απειλεί με την πολιτική της τις ευρωπαϊκές οικονομικές ισορροπίες, ακολούθησε μια φάση αδιαφορίας. Κουρασμένη η διεθνής και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη από τη δεκαετή συνεχή επικέντρωση της στην Ελλάδα, απέστρεψε το ενδιαφέρον της. Αφού πλέον δεν προκαλεί ζημίες, δεν χρειάζεται περαιτέρω ενασχόληση. Η υγειονομική κρίση και η διαχείριση της από την ελληνική κυβέρνηση εισήγαγε μια τρίτη φάση. Η Ελλάδα προβάλλεται σήμερα ως υπόδειγμα. Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης έχει επανέλθει, θετικά αυτή τη φορά.
Η κρίση του κορωνοϊού αποδεικνύεται έτσι, μια ευκαιρία για την ελληνική ήπια δύναμη. Μολονότι αναμφιβόλως προβλέπονται σοβαρές οικονομικές δυσκολίες, αυτές σχετίζονται με τη σύνθεση της ελληνικής οικονομίας και όχι, όπως στο παρελθόν, με την ελληνική αβελτηρία. Το τείχος της δυσπιστίας και της επιφυλακτικότητας έχει διαρραγεί. Πρόκειται για τεράστια πρόοδο, με αποφασιστική σημασία. Αντί για “ηθικός κίνδυνος”, η Ελλάδα αναδεικνύεται σε χώρα η οποία έχει αποδείξει την αξία της. Επομένως μπορεί να επωφεληθεί από την κοινοτική αλληλεγγύη, χωρίς να υπάρχει φόβος να λειτουργήσει η βοήθεια αυτή ως αρνητικό προηγούμενο. Η προβολή, μάλιστα, της ελληνικής πολιτικής στον ψηφιακό τομέα κατά την κρίση μπορεί να αποτελέσει τον ακρογωνιαίο λίθο της επικοινωνιακή πολιτικής».

Μήπως όμως τελικά ο ιός του φόβου είναι ο επόμενος μεγάλος αντίπαλός μας;
«Ο φόβος είναι βέβαια αντίπαλος, γιατί συχνά παραλύει τη δράση. Όμως, τις περασμένες δεκαετίες, το πρόβλημα στις δυτικές κοινωνίες ήταν, αντιθέτως, η πεποίθηση ότι η τεχνολογία και η οργάνωση μας εξασφάλιζαν από κάθε απειλή. Αυτή η α-φοβία οδήγησε σε σοβαρές υλικές ζημίες και κυρίως, σε ηθικές παρεκτροπές. Η κρίση του κορωνοϊού εισάγει ένα χρήσιμο στοιχείο φόβου, δηλαδή τη συναίσθηση των ορίων μας».  

Τι σας κάνουν να σκέφτεστε σε φιλοσοφικό επίπεδο οι τελευταίες εβδομάδες; Έχουν κάποιο κοινό οι πανδημίες που έπληξαν την ανθρωπότητα;
«Οι πανδημίες απετέλεσαν κατ’ επανάληψη τον καταλύτη για κοσμοϊστορικές αλλαγές. Η ανάδυση του σύγχρονου κράτους στη Δύση δεν είναι άσχετη με την επιδημία πανώλης τον 14ο αιώνα. Η πολεοδομία και οι σοσιαλιστικές ιδέες γεννήθηκαν στην Ευρώπη της βιομηχανικής επανάστασης, μετά τις σαρωτικές επιδημίες οι οποίες οφείλονταν στις άθλιες βιοτικές συνθήκες των προλεταρίων. Με την τρέχουσα υγειονομική κρίση βιώνουμε μια μεγάλη ιστορική καμπή, ανάλογη με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου».