“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Τρίτη 31 Μαΐου 2022

Τι νέο με τον νέο ψυχρό πόλεμο;

 ΓΙΑΝΝΗΣ ΒΟΥΛΓΑΡΗΣ  23 ΜΑΪ 2022

    ΜΑΡΙΟΥΠΟΛΗ: Μαρτυρική πόλη

Η ένταξη της Φιλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ αποτελεί το πιο εντυπωσιακό πειστήριο ότι ο Κόσμος έχει αλλάξει. Δύο πατρίδες της ιστορικής Σοσιαλδημοκρατίας, η πρώτη μισοαιχμάλωτη της λογικής των σφαιρών ισχύος του μεταπολεμικού κόσμου (φιλανδοποίηση), η δεύτερη σύμβολο της ουδετερότητας μεταξύ των δύο μεταπολεμικών συνασπισμών, αλλάζουν σελίδα και εποχή. Το κάνουν με το δικαίωμα που έχει ένα σύγχρονο Κράτος να επιλέγει τον τρόπο που διαφυλάσσει την εθνική του κυριαρχία και ακεραιότητα απέναντι σε ό,τι και όποιον αισθάνεται ως απειλή. Είναι το ίδιο που αισθάνθηκαν και έκαναν τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη του πρώην σοβιετικού μπλοκ μετά το 1989-92. Σε πείσμα των επιχειρημάτων των «ρεαλιστών» που ανάγουν σε δικαίωμα των μεγάλων Δυνάμεων να επιβάλουν σφαίρες επιρροής ερήμην της θέλησης των εθνικών κοινωνιών.

Το διάβημα των δύο χωρών γίνεται ενόψει ενός νέου ψυχρού πολέμου που δρομολογήθηκε με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τη συσπείρωση των Δημοκρατιών που αυτή επέφερε - προς δόξαν των τραγικά εσφαλμένων υπολογισμών του καθεστώτος Πούτιν. Είναι ακόμα νωρίς να δούμε τις διαστάσεις και τις μορφές αυτού του νέου ψυχρού πολέμου. Ξέρουμε ότι επίκεντρό του είναι η αντιπαράθεση Δύσης – Ρωσίας, αλλά δεν ξέρουμε αν και πώς θα αρθρωθεί με τον γενικότερο ανταγωνισμό Αμερικής – Κίνας. Άλλωστε η Κίνα κρατά σχεδόν κλειστά τα χαρτιά της σε σχέση με τον πόλεμο της Ουκρανίας, και η Δύση δεν έχει κανένα συμφέρον να παγιωθεί μια συμμαχία Ρωσίας-Κίνας. Πέρα όμως από την γεωπολιτική, ο νέος ψυχρός πόλεμος έχει μια έντονη ιδεολογική διάσταση. Η εισβολή στην Ουκρανία συνέβη σε μια περίοδο υποχώρησης των Δημοκρατιών στον Κόσμο και διάδοση των νέων αυταρχικών καθεστώτων στα χέρια «ισχυρών» υποτίθεται ηγετών. Δεν ήταν μια απλή ποσοτική αλλαγή. Τα αυταρχικά καθεστώτα απεύθυναν μια ευθεία πρόκληση στη φιλελεύθερη δυτική δημοκρατία, διεκδικούσαν ότι είναι περισσότερο αποτελεσματικά, ηθικά και λαϊκά. «Η φιλελεύθερη ιδέα είναι ξεπερασμένη» δήλωνε ο Πούτιν το 2019, ενώ ο πατριάρχης Κύριλλος κατακεραύνωνε τον δυτικό ηθικό ξεπεσμό με παράδειγμα την κουλτούρα των ΛΟΑΤΚΙ. Όμως, η υποχώρηση της Δημοκρατίας σημειωνόταν και στο εσωτερικό των δυτικών κοινωνιών με την ανάδυση των ποικιλόχρωμων λαϊκισμών που υπέσκαπταν βασικούς κανόνες και θεσμούς του κράτους δικαίου. Αυτός ο φαύλος κύκλος όπου εξωγενείς και ενδογενείς παράγοντες συνέτειναν ταυτόχρονα και παράλληλα στην υποχώρηση του πολιτισμού της Δημοκρατίας στις δυτικές κοινωνίες ήταν το ανησυχητικό χαρακτηριστικό της δεκαπενταετίας που πέρασε. Υπάρχουν άλλωστε αναμφισβήτητες αποδείξεις της συστηματικής οικονομικής, επικοινωνιακής και πολιτικής ενίσχυσης των δυνάμεων του δυτικού εθνολαϊκισμού από το καθεστώς Πούτιν.

Υπάρχει κάτι καινούργιο σε αυτό που να διαφοροποιεί τον παλαιό ψυχρό πόλεμο σοβιετικού κομμουνισμού-δημοκρατικού καπιταλισμού, από τον σημερινό; Ναι, υπάρχει: η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά του αντιπάλου. Ο ιστορικός κομμουνισμός του 20ου αιώνα ώθησε τις δυτικές δημοκρατίες να βελτιωθούν γιατί τις προκάλεσε να ανταγωνιστούν στο πεδίο της ανάπτυξης, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας. Χωρίς αυτόν τον ανταγωνισμό δεν θα είχε αναπτυχθεί τόσο το κοινωνικό κράτος και η κρατική μέριμνα για την πλήρη απασχόληση και τα αδύναμα στρώματα. Ακόμα πιο σημαντική ήταν η ώθηση που έδωσε στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα του Τρίτου Κόσμου. Αυτές είναι διαπιστώσεις που προσυπογράφουν όλες οι σοβαρές ιστορικές αποτιμήσεις καθώς αντιλαμβάνονται ότι ο ιστορικός κομμουνισμός ήταν πιο σύνθετο φαινόμενο από ένα απλό «ολοκληρωτισμό» όπως θέλει μια τρέχουσα επιφανειακή φιλελεύθερη αντίληψη. Πιο σύνθετο φαινόμενο γιατί γεννήθηκε ως υπόσχεση αυθεντικότερης πραγμάτωσης των νεωτερικών αξιών της ελευθερίας, της ισότητας και της δικαιοσύνης. Και δεν είναι τυχαίο ότι όταν η υπόσχεση ήρθε σε πλήρη διάσταση με την πραγματικότητα των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», τότε αυτονομήθηκε ο ευρωπαϊκός μαρξισμός σε αντιπαράθεση με τον σοβιετικό.

Σήμερα, η επίδραση των νέων αυταρχικών καθεστώτων στις δυτικές κοινωνίες είναι ακριβώς η αντίθετη, ιδίως αυτή που προέρχεται από τον παρωχημένο εθνικιστικό αυταρχισμό του καθεστώτος Πούτιν και του ρωσικού ολιγαρχικού καπιταλισμού. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ενισχύει και υποθάλπει αντίστοιχης πολιτικής-ιδεολογικής ποιότητας δυνάμεις στις δυτικές κοινωνίες. Οι νέοι αυταρχισμοί «συμμαχούν» και ενισχύουν όλες τις ενδογενείς παθογένειες των φιλελεύθερων δημοκρατιών. Και ξέρουμε ότι η Δημοκρατία είναι έτσι κι αλλιώς ένα ευαίσθητο πολίτευμα που στηρίζεται στην ασταθή εξισορρόπηση αντινομικών τάσεων. Η ίδια η Αμερική δοκιμάστηκε πρόσφατα και συνεχίζει να δοκιμάζεται από αυτές τις αστάθειες.

Έχει σημασία λοιπόν, ότι η εισβολή στην Ουκρανία σήμανε έναν συναγερμό στη Δύση και οδήγησε στην αυτόματη σχεδόν συσπείρωσή της. Ήταν ένα ελπιδοφόρο μήνυμα ότι ο σιδηρούς δεσμός των εξωδυτικών αυταρχισμών με τους δυτικούς λαϊκισμούς μπορεί να σπάσει. Ακόμα και τα φιλορωσικά τμήματα της κοινής γνώμης των δυτικών κοινωνιών, είτε ακροδεξιά είτε παλαιοαριστερά, αισθάνθηκαν άβολα, καταφεύγοντας στον αντιδυτικισμό για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα. Η συσπείρωση είχε καταρχάς ένα ταυτοτικό-ιδεολογικό υπόβαθρο. Στον αυταρχισμό, στη βαρβαρότητα των βομβαρδισμένων πόλεων, οι Δημοκρατίες είδαν την εικόνα του αντιπάλου τους και τη διαφορά τους από αυτόν. Ταυτόχρονα όμως είδαν να διαψεύδεται η φιλοδοξία των αυταρχικών καθεστώτων να φανούν αποτελεσματικότερα των δημοκρατικών. Η εικόνα έχει πλέον αντιστραφεί. Η Ρωσία βάλτωσε στην Ουκρανία, η Κίνα βραχυκυκλώθηκε με την πανδημία και τα ανασφαλή εμβόλιά της. Πέρα από τις ιδεολογικές-ταυτοτικές αιτίες, η Δύση συσπειρώθηκε γιατί συνειδητοποίησε το γεωπολιτικό χάος που θα άνοιγε αν αποδεχόταν παθητικά τα τετελεσμένα της ρωσικής επίθεσης. Η αλλαγή των συνόρων με τη χρήση βίας, η καταπάτηση της εδαφικής ακεραιότητας μιας χώρας στο όνομα ενός ιστορικού αναθεωρητισμού, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου. Έναντι αυτής της δυστοπίας δεν υπάρχει θέση για ουδετερότητα, αυτό σημαίνει το διάβημα της Φιλανδίας και της Σουηδίας. Το πιθανότερο είναι εξάλλου ακροβασίες τύπου Ερντογάν να έχουν τελικά λιγότερη επιτυχία από όση οι ‘Έλληνες θαυμαστές του πιστεύουν. Υπάρχει τέλος και μια τρίτη αιτία, περισσότερο αφανής και αργόσυρτη που συνέβαλε στη γρήγορη συσπείρωση ειδικά της Ευρώπης. Η διεθνής κρίση και ο νέος ψυχρός πόλεμος συμβαίνει σε μια εποχή που ενισχύεται η «περιφεριοποίηση», με την έννοια ότι πολλές παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής, συστέλλονται και επιστρέφουν στην Ευρώπη. Αυτό φάνηκε με την πανδημία, και μπορεί να επαναληφθεί με τον ενδεχόμενο ευρωπαϊκό συντονισμό των εξοπλισμών.

Η συσπείρωση της Δύσης και η ανάκτηση της αυτοπεποίθησής της έναντι των αντίπαλων αυταρχισμών δεν θα πρέπει να οδηγήσει όμως στη διαρκή όξυνση του ανταγωνισμού. Όπως συνέβη με τον παλαιό, έτσι και ο νέος ψυχρός πόλεμος πρέπει να βρει τον δρόμο όχι μόνο της ειρηνικής συνύπαρξης αλλά και της διεθνούς συνεργασίας για την αντιμετώπιση των κοινών προβλημάτων και της πυκνής αλληλεξάρτησης που εξακολουθεί να υπάρχει σε πείσμα της λεγόμενης απο-παγκοσμιοποίησης. Ποιοι νέοι παγκόσμιοι θεσμοί και κανόνες θα εμφανιστούν για να ρυθμίσουν τις διακρατικές σχέσεις μετά την διεθνή κρίση; Ποια θα είναι η νέα αρχιτεκτονική ασφάλειας στον ευρύτερο ευρωπαϊκό χώρο; Θα υπάρξουν συνεργασίες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής;

Ο νέος ψυχρός πόλεμος που εξελίσσεται θέτει λοιπόν τα δικά του ερωτήματα, πρωτίστως στη Δύση. 

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2022

 Στο μυαλό ενός δεσπότη

Χαρίδημος Τσούκας

06.03.2022  ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 


Η έκπληξη είναι αυθεντική: «Είναι δυνατόν να γίνεται πόλεμος στην Ευρώπη, στον 21ο αιώνα;». Ο πόλεμος, υπονοείται, είναι αρχαϊκή και, συνεπώς, ξεπερασμένη συνήθεια επίλυσης διακρατικών διαφορών. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία διαλύει τις χαζοχαρούμενες αυταπάτες. Δεν μεταλλάχθηκε το ανθρώπινο είδος. «Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς». Ανέκαθεν ήταν, πάντα θα είναι. Μόνο ιδεοληπτικοί και ιδιοτελείς δεν το βλέπουν.

Αυτή η αίσθηση τραγικότητας μας προσγειώνει: εκτιμούμε τα καλά που έχουμε και γρηγορούμε για τυχόν απειλές. Δεν το καταφέρνουμε πάντα. Στον φιλελεύθερο δημοκρατικό τρόπο ζωής έχουμε την τάση να χαλαρώνουμε. Είναι λογικό. Το δημοκρατικό φαντασιακό δίνει προτεραιότητα στην ορθολογική συνεργασία, την έλλογη διευθέτηση των διαφορών, και το κράτος δικαίου. Δεν ζουν όλοι, όμως, όπως εμείς.

Το ιστορικά εξασκημένο μάτι βλέπει το νήμα που συνδέει τον Πούτιν με τον Στάλιν και Ρώσους αυτοκράτορες. Οι πολιτικές ανατροπές στην ταραχώδη ιστορία της Ρωσίας σκεπάζουν τη βαθύτερη νοο-τροπία που τη συνέχει ιστορικά: απολυταρχία, αίσθηση υπερδύναμης, εξαιρετισμός, καχυποψία έναντι της Δύσης. Ο Πούτιν ιδιόρρυθμα συγκεφαλαιώνει αυτά τα χαρακτηριστικά.

Ουδέποτε συμφιλιώθηκε με τη διάλυση της Σοβιετικής Ενωσης. Θεωρεί τις πρώην σοβιετικές χώρες ζωτικό χώρο – «σφαίρα προνομιούχων συμφερόντων» τις αποκαλεί. Η κλιμάκωση των επιδιώξεών του ήταν ορατή – για όποιον κοιτούσε. Εισέβαλε στη Γεωργία, προσάρτησε την Κριμαία, ενθάρρυνε αποσχιστικά κινήματα στην Ανατολική Ουκρανία, συστηματικά επιδίδεται σε κυβερνοπόλεμο, εξολοθρεύει όποιον θεωρεί επικίνδυνο. Οι τελείες ήταν εκεί. Οι δυτικές ελίτ δεν θέλησαν να δουν τη γραμμή που τις ενώνει. Ισως ήταν υπερβολή να περιμένουμε στρατηγική διαύγεια από πολιτικούς σαν τον Σρέντερ και τον Φιγιόν, κατοπινούς έμμισθους υπαλλήλους κρατικών ρωσικών επιχειρήσεων.

Τι θόλωνε την κρίση των Δυτικών ηγετών; Ο,τι περίπου θόλωνε την κρίση του Τσάμπερλεϊν το 1938 – αφενός η εύλογη επιθυμία να αποφευχθεί η σύγκρουση (ψυχρή ή θερμή), αφετέρου η αφελής αισιοδοξία ότι ο αντίπαλος είναι ορθολογικός. Και οι δύο παραδοχές παράγουν τον κατευνασμό ως κυρίαρχη στρατηγική.

Ο κατευνασμός δεν συνιστά απλώς ηγετική επιλογή αλλά προκύπτει από συστημική πίεση. Οι ευημερούσες δημοκρατίες απεχθάνονται την ένταση και, φυσικά, τον πόλεμο, ιδιαίτερα σε μια αλληλένδετη παγκόσμια οικονομία· ρέπουν στον συμβιβασμό. Η λογική της έλλογης διαπραγμάτευσης που συνήθως τις χαρακτηρίζει, τις ωθεί να εκλαμβάνουν τους αντιπάλους ως ορθολογικούς.

Οι δεσπότες, όμως, δεν είναι πάντα ορθολογικοί. Το υπόστρωμα του ψυχισμού τους είναι αθεράπευτα ναρκισσιστικό. Με τη δράση τους πασχίζουν να διορθώσουν τις ζημίες που βίωσαν στο παρελθόν. Αναπτύσσουν σύνδρομο μεγαλείου, ταυτίζοντας το εθνικό κλέος με τον προσωπικό αυτοθαυμασμό. Έχουν μάθει να μη συναντούν θεσμικά προσκόμματα· να ικανοποιούνται οι επιθυμίες τους. Τείνουν να χάνουν την επαφή με την πραγματικότητα. Οπως μας θυμίζει ο Στίβεν Γκρήνμπλατ στο υπέροχο βιβλίο του «Τύραννος» (ΜΙΕΤ, 2021), τα απρόβλεπτα ξεσπάσματα και η συναισθηματική ανωριμότητα του Βασιλιά Ληρ, οξυμμένα από τη γήρανση, επιφέρουν την καταστροφή. Στα δεσποτικά καθεστώτα δεν υπάρχουν θεσμικά αντίβαρα· όλα περιστρέφονται γύρω από τον δεσπότη.

Για τον Πούτιν, η Ουκρανία δεν έπρεπε να υπάρχει. «Είναι αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας, της κουλτούρας και του πνευματικού μας χώρου», είπε, αναγγέλλοντας παραληρηματικά την εισβολή. Οι εχθροί, η Δύση, «έχουν ένα μόνο στόχο: να αποτρέψουν την ανάπτυξη της Ρωσίας». Τα ίδια είχε πει το 2014 όταν προσάρτησε την Κριμαία – «υπάρχει συνεχής προσπάθεια να μας βάλουν στη γωνία». Το δεσποτικό μυαλό ρέπει στην παράνοια. Τον ιστορικό φόβο που εμπνέει η Ρωσία σε γειτονικές πρώην κομμουνιστικές χώρες πιστεύει ότι τον υποκινεί η Αμερική. Τις μεγαλειώδεις εξεγέρσεις στην Ουκρανία (2004 και 2014) θεωρεί ξενοκίνητες. Με την εισβολή ανατρέπει τον προσανατολισμό του ουκρανικού λαού προς την Ευρώπη και ό,τι αυτή συμβολίζει. Οι επιλογές ενός ανεξάρτητου έθνους πρέπει να τελούν υπό την έγκριση του αυτοδιορισμένου οικο-δεσπότη.

Ο δεσπότης εκλαμβάνει οτιδήποτε λιγότερο από ενθουσιώδη υπακοή ως απειλή. Ο Σαντάμ Χουσεΐν εκτελούσε αυτοπροσώπως τους «προδότες». Ο Πούτιν, όταν δεν τους φυλακίζει, τους εξευτελίζει δημοσίως. Τον κακόμοιρο επικεφαλής της ρωσικής κατασκοπείας τον έκανε, σαδιστικά, να τραυλίζει. Οπως στον «Βασιλιά Ληρ», δεν αρκεί να είσαι πιστός στον δεσπότη, αλλά να του λες αυτό που θέλει να ακούσει. Αυτή και μόνο η εικόνα του τραυλίζοντος αξιωματούχου, που συνεχώς αυτοδιορθώνεται μέχρι να βρει τα λόγια που θα ικανοποιήσουν το αφεντικό του, εικονογραφεί τη δεσποτική εγωπάθεια. Το 2014, η Μέρκελ είχε αναφέρει ότι «ζει σε άλλο κόσμο». Δυστυχώς κρατάει πυρηνικά.

Υστερόγραφο: Ισως λίγοι θυμούνται ότι αυτόν τον ηγέτη αναγόρευσε επίτιμο διδάκτορα το Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, το 2018, «για την προσφορά του στις ελληνορωσικές σχέσεις, τα γράμματα, τις τέχνες, την κοινωνία και τη δημοκρατία». Ετσι ακριβώς! Αν οι πρυτανικές αρχές διατηρούν το αίσθημα ντροπής ξέρουν τι πρέπει να κάνουν.

* Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κύπρου και ερευνητής καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Warwick.

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2022

 Η μυστική σάλτσα

Στάθης Καλύβας

06.02.2022





Υπάρχει µια έκφραση στα αγγλικά, η «μυστική σάλτσα». Χρησιμοποιείται για να περιγράψει το πώς μια ελάχιστη παρέμβαση μπορεί να απογειώσει μια συνταγή. Και είναι μυστική, γιατί η αξία της είναι ανυπολόγιστη. Η έκφραση αυτή έχει ενδιαφέρον διότι παραπέμπει σε ένα είδος σοφίας που προκύπτει περίπου μαγικά μέσα από την υπέρβαση των αυτοματισμών και της τυποποποίησης.

Αναλογίστηκα τη μυστική σάλτσα καθώς η προβολή της τηλεοπτικής σειράς «Καταστροφές και θρίαμβοι» ολοκληρωνόταν και γινόταν σταδιακά φανερό πως είχε καταφέρει να επικοινωνήσει με ένα μεγάλο κοινό, επιτυγχάνοντας μάλιστα ένα επίπεδο ψυχικής ταύτισης μαζί του, που με ξάφνιασε πραγματικά και ευχάριστα. Ετσι, θυμήθηκα πως όταν ξεκινούσα τη διαδικασία της μεταφοράς ενός βιβλίου ιστορικού περιεχομένου στην τηλεοπτική οθόνη, είχα αναρωτηθεί αν θα ήταν δυνατό ένα αποτέλεσμα που να είναι έγκυρο και ταυτόχρονα συναρπαστικό, ορθολογικό στη συγκρότησή του, αλλά και προσβάσιμο στο συναίσθημα. Επιστρέφω λοιπόν στο αρχικό ερώτημα: πώς αυτό έγινε εφικτό; Η απάντηση προϋποθέτει ένα άλλο ερώτημα: τι προσδοκούσα από το βιβλίο και τη σειρά;

Η απάντηση είναι απλή: Δεν επεδίωξα μια εγκυκλοπαιδική παραγωγή παραγεμισμένη με ιστορικά γεγονότα ούτε ένα ακαδημαϊκό δοκίμιο. Με ενδιέφερε πάνω απ’ όλα να κατανοήσω το παρόν και να αφουγκραστώ το μέλλον μέσω ενός οδοιπορικού στο παρελθόν μας – να σκιαγραφήσω δηλαδή ένα συνεκτικό αφήγημα για τη σύγχρονη συλλογική μας ταυτότητα και τον συλλογικό μας βίο.

Το αφήγημα με το οποίο πορευτήκαμε ως κοινωνία έως πρόσφατα, για περίπου πενήντα χρόνια, θα μπορούσε να περιγραφεί ως ένα κράμα επιτευγμάτων και ηρωισμών του απώτατου και απώτερου παρελθόντος που διδασκόμαστε κυρίως στο σχολείο και μιας περιγραφής ενός μίζερου πρόσφατου παρελθόντος, όπου υιοθετούμε τον ρόλο του θύματος: των άλλων (κυρίως των ξένων) και του κακού μας ριζικού (που μας κάνει να διχαζόμαστε και να αποτυγχάνουμε). Η μυστική σάλτσα που έδεσε αυτό το αφήγημα και του έδωσε δύναμη και διάρκεια υπήρξε η θεοποίηση της ήττας. Με τρόπο σχεδόν μαζοχιστικό (και συνοδεία της εκπληκτικής ποίησης του Γιάννη Ρίτσου και της μοναδικής μουσικής του Μίκη Θεοδωράκη), διυλίζαμε περηφάνια από τις αποτυχίες μας. Η μεγάλη κρίση που ξέσπασε το 2010 υπήρξε η αποκορύφωση, αλλά συνάμα και το κύκνειο άσμα αυτού του αφηγήματος. Μετά το 2015, η προσδοκία για κάτι νέο ήταν σαφής.

Οταν ξεκίνησα να γράφω το βιβλίο μου, το 2014, συναισθανόμουν την ύπαρξη μιας τέτοιας προσδοκίας. Αναζητώντας τα αίτια της πρόσφατης καταστροφής μας, οδηγήθηκα στην ψηλάφηση των προηγουμένων. Ομως, μια ανάγνωση της Ιστορίας μας που αναλωνόταν μόνο στην αλυσίδα των καταστροφών και των αδιεξόδων μας, όπως επέβαλλε η πνευματική κοινοτοπία ώς τότε, ήταν εντελώς ασύμβατη με τη μεγάλη και πραγματική πρόοδο που είχε επιτύχει η χώρα στη σύγχρονη ιστορική της πορεία. Αυτή, λοιπόν, η εντελώς προφανής αντίφαση (που για να γίνει όμως προφανής απαιτούσε την απομάκρυνση από τον ελληνικό εξαιρετισμό και την ένταξη της ελληνικής περίπτωσης σε ένα συγκριτικό πλαίσιο) αποτέλεσε το εφαλτήριο της προσέγγισής μου. Ολα τα υπόλοιπα, η καταγραφή των «θριάμβων» και η σύνδεσή τους με τις «καταστροφές», ακολούθησαν εύκολα.

Πού θέλω να καταλήξω; Πως κάποιες φορές η ουσία βρίσκεται μπροστά στα μάτια μας, αλλά ενώ τη βλέπουμε, την προσπερνούμε αγνοώντας την. Και πως γι’ αυτό, όταν την ανακαλύψουμε, την αγκαλιάζουμε. Πως η μετάδοσή της δεν απαιτεί μανιέρα περίπλοκη, δυσνόητη ή μελοδραματική. Πως η καθαρότητα της περιγραφής ενισχύεται όταν η πρόθεση είναι αφαιρετική, η ματιά ορθολογική και η περιγραφή ελκυστική. Και πως, εντέλει, ένα αφήγημα μπορεί να γίνει συλλογικό κτήμα και να εκπέμψει εμψυχωτική παραίνεση δίχως να στρογγυλοποιεί, να ισοπεδώνει ή να ευτελίζει. Αυτή είναι η μυστική μου σάλτσα.

* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης, κάτοχος της έδρας Gladstone στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.