“Περάσαμε τους ίδιους δρόμους

αλλά δεν είδαμε τα ίδια πράγματα”

θ. Μουτσόπουλος, Υψιπετείν


Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2012

ΗΡΘΕ Η ΕΙΚΟΝΑ "ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ" ΣΤΗ ΠΟΛΗ ΜΑΣ !





"Απόσπασμα άρθρου του Παντελή Μπουκάλα στην Καθημερινή στις 21-10-2012"


Με τιμές αρχηγού κράτους υποδέχτηκαν στη Θεσσαλονίκη, πριν από μία εβδομάδα, την εικόνα της Παναγίας «Αξιον Εστί» τρεις υπουργοί, ο αρχιεπίσκοπος, ο δήμαρχος, ο μητροπολίτης και ο αντιπεριφερειάρχης Θεσσαλονίκης (ο αποδεδειγμένα ευλαβής περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας Παναγιώτης Ψωμιάδης δεν παρέστη, καθότι τελεί εν αργία). Η εικόνα, η «κοινή εφέστιος προστάτις» όλων των μονών του Αγίου Ορους, έφτασε επί κανονιοφόρου με το όνομα «Αρματολός», λες κι έβαλε κι εδώ την ουρίτσα του ο σατανάς, για να θυμίσει με παρηχητικό σαρκασμό όσους αμαρτωλούς (με όρους του θρησκευτικού δικαίου, του ποινικού ή και των δύο) σταυροκοπιούνται βαθιά με το δεξί τους χέρι, την ίδια ώρα που το αριστερό συνεχίζει τις επιδέξιες σκανταλιές του σε ποικίλα πεδία.

Η μεταφορά της εικόνας (παρόμοια είχε γίνει προ ετών και στην Αθήνα, και δεν είχε λείψει το οικονομικό σκάνδαλο), στα εκατό χρόνια από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης, έγινε για να δοθεί παραμυθία στον λαό, όπως ειπώθηκε, αλλά και, όπως αποσαφήνισε με εθνικοθρησκευτική ευλάβεια ο υπουργός Μακεδονίας και Θράκης, για να φανεί πανηγυρικά ότι «θα ξεπεράσουμε την κρίση με τη βοήθεια της Παναγίας». Δεν είναι αυτή η πρώτη φορά που οι πολιτικοί μας, οι καίσαρες δηλαδή και οι καισαρίσκοι, μεταθέτουν ματαίως στον Θεό, στον Χριστό ή στην Παναγία τις δικές τους ευθύνες και υποχρεώσεις. Αλλά –θα έλεγε ένας πάντοτε ενοχλητικός Θωμάς– αν υπήρχε ενδεχόμενο θεομητορικής συνδρομής, θα μπορούσε να δοθεί και εξ αποστάσεως. Διότι, απλούστατα, η Παναγία δεν είναι η ανθρωπόπλαστη εικόνα της· δεν είναι –για όσους την πιστεύουν– το ξύλο, οι μπογιές και το πολύ ασήμι. Και επιπλέον η Παναγία, ως οικουμενικώς λατρευόμενη με μυριάδες ονόματα και ιδιότητες, που αφομοιώνουν κάθε τοπική κουλτούρα, δεν είναι (δεν θα μπορούσε να είναι) αρχηγός κράτους – οποιουδήποτε κράτους. Το να αποδίδονται λοιπόν τιμές αρχηγού κράτους σε μια εικόνα, όσο φημισμένη, δείχνει αφενός πόσο μακριά είμαστε ακόμα από τον χωρισμό εκκλησίας και κράτους και, αφετέρου, ότι ο μεν εκθεατρισμός της ευλάβειας ερωτοτροπεί με το κιτς, η δε πολιτική εκμετάλλευση του θρησκεύειν αποτελεί μια από τις σκοτεινότερες μορφές λαϊκισμού. Οπερ σημαίνει ότι ακόμα περιμένουμε τον Διαφωτισμό.

Η υποδοχή της Θεσσαλονίκης, όπως και η ενιαύσια υποδοχή του εξ Ιεροσολύμων Αγίου Φωτός (παρά τα όσα καυστικά έχει γράψει ο Αδαμάντιος Κοραής γι’ αυτό το μη μυστήριο) φανερώνει πόσος παγανισμός υπάρχει ακόμα μέσα στον χριστιανισμό και πόση ειδωλολατρία μέσα σε ό,τι θεωρείται πνευματικό. Αλλά και πόση σκοπιμότητα στα σταυροκοπήματα: Αν θεωρήσουμε απαραίτητη την παρουσία στην υποδοχή της εικόνας του υπουργού Μακεδονίας και Θράκης, Θεόδωρου Καράογλου, με ποια λογική, κοσμική ή θρησκευτική, κρίθηκε αναγκαίο και υποχρεωτικό να παρευρεθεί επίσης τόσο ο αναπληρωτής υπουργός Περιβάλλοντος Σταύρος Καλαφάτης όσο και ο υφυπουργός Αθλητισμού Γιάννης Ιωαννίδης; Πού συνάπτονται το περιβάλλον και ο αθλητισμός με την εικόνα, δεδομένου ότι μιλάμε για το «Αξιον Εστί» και όχι για την Παναγία την Πορτοκαλούσα του Αργους, που θα μπορούσε να θεωρηθεί προστάτις του περιβάλλοντος, ή την Παναγία την Τριχερούσα του Αγίου Όρους, που θα μπορούσαμε να εικάσουμε ότι την επικαλούνται οι αθλητές, οι τερματοφύλακες, ας πούμε, και οι μπασκετμπολίστες; Μήπως και οι δυο τους, Καλαφάτης και Ιωαννίδης, αποφάσισαν να βρεθούν εκεί λόγω καταγωγής και εκλογικής περιφέρειας, για να μην αποκτήσει δηλαδή θρησκειοψηφοθηρικό πλεονέκτημα ο επίσης Θεσσαλονικιός κ. Καράογλου, σε μια πόλη όπου ξέρουμε από παλιά πόσο ισχυροί είναι οι εκκλησιαστικοί και οι παραεκκλησιαστικοί παράγοντες και πόσο κρίσιμος ο ρόλος τους στη διαχείριση της ψήφου του χριστεπωνύμου πληρώματος; Μπα, εδώ ο Θωμάς μας μάλλον το παρακάνει. Τέτοια πράγματα δεν γίνονται.


Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2012

Πέντε σχόλια για τον ΣΥΡΙΖΑ







Εν αρχή είν’ ο λόγος
Τώρα που η αριστερά πέρασε στα μίντια, που της δόθηκε απλόχερα βήμα για να μιλήσει και να εκφρασθεί, θα περίμενε κανείς ότι θα άλλαζε και το επίπεδο των τηλεοπτικών συζητήσεων, ότι θα έκανε την εμφάνισή του ένας άλλος λόγος, πιο πολιτικός, πιο συγκροτημένος, πιο υπεύθυνος.
Από την βαριεστιμάρα των άγονων τηλεοπτικών αναμετρήσεων, την ξύλινη παράθεση κομματικών επιχειρημάτων, την ακατάσχετη πολυλογία και τις πρακτικές των διακοπών και των τεχνικών οξύνσεων, θα  περνούσαμε σε έναν άλλο  «τηλεοπτικό πολιτισμό».
Δυστυχώς δεν συνέβη κάτι τέτοιο.
Η αριστερά δεν έχει εκφέρει, μέχρι στιγμής, κανέναν νέο πολιτικό λόγο. Δεν έχει ανατρέψει ούτε στο ελάχιστο την κρατούσα νοοτροπία και το επίπεδο πολιτικής συζήτησης. Δεν έχει, με άλλα λόγια, πολιτικοποιήσει τον τρόπο προσέγγισης των προβλημάτων. Οπότε;

Από μια εκτίμηση
Στην  υπερ-εκτίμηση των δυνατοτήτων
Όταν όλη η πολιτική ενός κόμματος χτίζεται πάνω σε μια εκτίμηση υπάρχει σοβαρό πρόβλημα. Και το πρόβλημα συνίσταται τόσο στην συγκεκριμένη εκτίμηση (κατά πόσο είναι σωστή ή λαθεμένη) όσο  και  στο τι  αυτή συνεπάγεται.
Αν π.χ. οι Ευρωπαίοι πάψουν να υπολογίζουν το κόστος από μια πιθανή έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ, τότε τι γίνεται;
Όλη η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, όλος ο  «σκληρός του λόγος» βασίζεται στην εκτίμηση ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί. Ότι οι Ευρωπαίοι, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, θα συνεχίσουν να  φοβούνται τις επιπτώσεις από μια έξοδο της Ελλάδας από το Ευρώ κι ότι  η εκμετάλλευση αυτού του  φόβου, αποτελεί στα χέρια μας το ισχυρότερο χαρτί.
Στην σημερινή φάση της αλληλεξάρτησης των οικονομικών φαινομένων είναι τεράστιο πολιτικό λάθος να υπερεκτιμά κανείς τις δυνατότητες επηρεασμού των διεθνών εξελίξεων. Το γεγονός της μεταδοτικότητας των κρίσεων δεν σημαίνει ότι κανείς, όσο ανίσχυρος και αν είναι, μπορεί να πιέζει και να εκμεταλλεύεται καταστάσεις. Αλίμονο. Τότε θα μιλούσαμε για μια ευάλωτη παγκοσμιοποίηση όπου θα κυριαρχούσε η ισχύς των μικρών και όπου οι δανειζόμενοι θα επέβαλαν τους όρους τους στους δανειστές κι ο  ΣΥΡΙΖΑ μόνος  του θα μπορούσε να ανατρέψει την κεντρική πολιτική της Ε.Ε. Μόνο  αυτό όμως δεν συμβαίνει.

Άλλο να μην μπορείς να πας μπροστά
κι άλλο να θέλεις να γυρίσεις πίσω
Το ότι ο κύκλος της μεταπολίτευσης θα έκλεινε πρώτα στην οικονομία αυτό κανείς δεν το είχε προβλέψει.
Όλες οι συζητήσεις αφορούσαν το πολιτικό τέλος της περιόδου.
Να όμως που η οικονομία προηγήθηκε της πολιτικής. Ανατράπηκε όλη η βάση αναπαραγωγής του μεταπολιτευτικού οικονομικού μοντέλου. Κι έμεινε το ξεπερασμένο πολιτικό σύστημα να διαχειρίζεται (έστω και στα περιορισμένα όρια που του υπαγορεύεται) μια κρίση που το υπερβαίνει.
Σε όλη την διάρκεια των τριών χρόνων που μεσολάβησαν, από το φθινόπωρο του 2009 μέχρι σήμερα, το Ελληνικό πολιτικό σύστημα στάθηκε συνεπέστατο απέναντι στον εαυτό του. Δεν μπόρεσε να  πάει τα πράγματα ούτε ελάχιστα μπροστά. Δεν έκανε τίποτα πέρα από αυτά που ήξερε τόσα χρόνια να κάνει. Περιόρισε, όσο περιόρισε, τις δημόσιες δαπάνες με οριζόντιες περικοπές, με μείωση των δημόσιων επενδύσεων και στάση πληρωμών προς τους ιδιώτες προμηθευτές και εισαγωγείς.
Αυτό που δεν έκανε (και είναι πολύ δύσκολο να κάνει) είναι να περιορίσει το κράτος. Το μέγεθός του. Κάτι τέτοιο θα είχε για το ίδιο δυσανάλογα μεγάλο πολιτικό κόστος. Και το πολιτικό κόστος συνεχίζει να αποτελεί τη βάση λειτουργίας του Ελληνικού πολιτικού συστήματος. Κυβέρνηση και αντιπολίτευση αναμετρώνται συνεχώς πάνω στο έδαφός του. Αποτέλεσμα η κοινωνία να καταλήγει να επωμίζεται το βάρος συντήρησης  όλου του μεταπολιτευτικού κράτους με νέες περικοπές σε μισθούς και συντάξεις και πρόσθετα φορολογικά μέτρα. Ούτε ένας οικονομικός διαχωρισμός κράτους-εκκλησίας δεν προωθείται (το πιο αυτονόητο σε συνθήκες χρεοκοπίας του κράτους).
Κατά τα άλλα ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ένα εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης που μας γυρίζει πίσω. Το μόνο πρόγραμμα σε όλη την Ευρώπη που όχι μόνο δεν προβλέπει καμιά  μείωση του κράτους αλλά στηρίζεται στην δημοσιονομική επέκταση. Η οποία αν δεν γίνει με δανεισμό, όπως προέβλεπε το οικονομικό μοντέλο της μεταπολίτευσης (του οποίου οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές ήταν και παραμένουν  ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ) με τι θα γίνει; Με την αύξηση των εσόδων (δηλ. της φορολογίας) όπως λέει ο Μηλιός;

«Το ΠΑΣΟΚ σαν πολιτικός χώρος είναι παρελθόν
Όχι όμως και ο λαϊκισμός σαν ιδεολογία»
(Α. Ελεφάντης )
Το φαινόμενο του λαϊκισμού στην  Ελλάδα είναι διαχρονικό. Απαντάται σε όλη την νεότερη Ελληνική ιστορία. Η ανάπτυξή του  δεν είναι ευθύγραμμη παρουσιάζει  διακυμάνσεις, ανάλογα με τις ομαλές ή έκρυθμες συνθήκες εξέλιξης του δημόσιου βίου. Υπάρχουν εποχές που προσφέρονται περισσότερο κι άλλες λιγότερο για λογοκοπία. Κάθε ιστορική έκδοση του φαινόμενου του λαϊκισμού έχει τις ιδιαιτερότητές του.
Ο λαϊκισμός έχει να κάνει τόσο με τον λαϊκό ριζοσπαστισμό όσο και με τον συντηρητισμό αλλά και τον κοινωνικό συντεχνιασμό (κορπορατισμό ).
Η συνοχή του ΠΑΣΟΚ στηρίζονταν στο αντιδεξιό χαρακτήρα του λαϊκισμού του. Αυτό ήταν για την περίοδο της ανάδυσης  και της κυριαρχίας του το ενοποιητικό του στοιχείο. Πάνω σε αυτό οργανώθηκε  όλος ο μεταπολιτευτικός διπολισμός.
Η αναγκαστική εγκατάλειψη του αντι-δεξιϊσμού σήμανε και το τέλος του Πασοκικού λαϊκισμού και της συνοχής και της κυριαρχίας του σαν χώρου.
Ο λαϊκισμός σήμερα  του ΣΥΡΙΖΑ, κι άλλων δυνάμεων, είναι αντι-μνημονιακός και στην προέκτασή του αντι-γερμανικός κι ευρύτερα αντι-ευρωπαικός. Εχει κι αυτός κοντά πόδια (όπως και του ΠΑΣΟΚ). Στερείται ορίζοντα. Αργά ή γρήγορα ο ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον αντιευρωπαϊσμό του. Κι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει παρελθόν  όχι όμως κι ο λαϊκισμός σαν ιδεολογία.

Κρίση ερμηνευτικού πλαισίου
Και κρίση της αριστεράς
Αν η κρίση είναι συστημική  δεν οφείλεται σε πολιτικές. Ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια απάντηση στην κρίση κι όχι η αιτία της. Όπως ο Κεϋνσιανισμός ήταν μια απάντηση στην κρίση του ΄29.
Αν οι κρίσεις προέκυπταν από πολιτικές τότε θα μπορούσαν να προληφθούν, να αποτραπούν ή και να εξαλειφθούν και να ζούμε χωρίς κρίσεις.
Η πολιτική κινείται στα όρια αποκλειστικά της διαχείρισης της κρίσης. Καμιά πολιτική δεν μπορεί να οδηγήσει στην έξοδο από την κρίση.
Για τους ανθρώπους της πολιτικής έχει τεράστια σημασία να έχουν συνειδητοποιημένα τα όρια της πολιτικής σε κάθε κρίση.
Ελλείψει άλλης πολιτικής η αριστερά σήμερα το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να επιστρέφει,  στις ανέφικτες για την εποχή μας,  Κεϋνσιανές πολιτικές, (της ανάπτυξης και της ρύθμισης), και να υπόσχεται την αδύνατη επίσης επιστροφή στο μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος.
Δυστυχώς δεν υπάρχουν σήμερα «προοδευτικές πολιτικές διαχείρισης της κρίσης» για την αριστερά στην Ευρώπη.
Το γεγονός αυτό για την αριστερά καταγράφει την ήτα της ακόμα και στο επίπεδο της σοσιαλδημοκρατικής της εκδοχής. Καθώς έχουν προηγηθεί άλλες πιο κρίσιμες ιδεολογικές ήττες.
Δυστυχώς σήμερα  κανένα φάντασμα καμιάς αριστεράς δεν πλανάτε πάνω από την Ευρώπη. Ούτε του κομμουνισμού ούτε του σοσιαλισμού ούτε των εναλλακτικών κινημάτων. Πάει καιρός τώρα που έχουν πάψει όλα αυτά να αποτελούν, το καθένα στην εποχή του και με τον τρόπο του,  αντίπαλο δέος για το σύστημα.
Ποιος μπορεί σήμερα να ισχυριστεί ότι η λύση στην κρίση είναι ο σοσιαλισμός;
Και  ο όποιος θεμιτός βολονταρισμός για μετατροπή της οικονομικής κρίσης σε πολιτική και την διαμόρφωση επαναστατικών συνθηκών  σε τι θα απέβλεπε; Τα ψελλίσματα περί λαϊκής εξουσίας, εθνικοποιήσεων,  κρατικοποιήσεων κλπ. είναι εντελώς ανεπαρκή να δώσουν πειστική απάντηση. Κι η προσπάθεια εισαγωγής στην Ευρώπη τριτοκοσμικών απαντήσεων του «λατινοαμερικάνικου σοσιαλισμού» είναι εντελώς αναντίστοιχη των οικονομικών και γεωπολιτικών συνθηκών.
Η επιμονή ενός κόμματος της αριστεράς στην Ευρώπη σήμερα να κυβερνήσει μόνο σε εξουσιαστικά σύνδρομα μπορεί να αποδοθεί. Κι είναι αυτά που βασικά έχουν εξανεμίσει κάθε προηγούμενη συζήτηση για την κρίση της αριστεράς και την κρίση του ερμηνευτικού πλαισίου.
Τέσσερα χρόνια μετά την κρίση η αριστερά ελάχιστα έχει συνεισφέρει στην  ερμηνεία της.
Συχνά κι εντελώς αποσπασματικά αναφέρεται στα αίτια. Και εξ επαγωγής προτείνει λύσεις. Π.χ. ότι η κρίση οφείλεται στην κερδοσκοπία των τραπεζών και η λύση είναι ο έλεγχος  των χρηματοπιστωτικών αγορών ή ότι η κρίση οφείλεται στις πολιτικές λιτότητας και δημοσιονομικής πειθαρχίας και προτείνει πολιτικές δημοσιονομικής επέκτασης και παροχών. Ακόμα προσφεύγει σε απαρχαιωμένα πρότυπα εθνικής διαχείρισης της κρίσης(μέσα από την θεωρία ότι η ύφεση είναι εισαγόμενη μέσα από μνημόνια,  δανειακές συμβάσεις κλπ.) και διολισθαίνει προς τον εθνικισμό..
Χωρίς λοιπόν καμία βαθύτερη επίγνωση των πραγμάτων και ελλείψει στρατηγικής επείγεται ο ΣΥΡΙΖΑ να διαχειριστεί την οικονομική κρίση της Ελλάδας. Το μόνο στο οποίο θα πρωτοτυπήσει είναι μερικοί ανώφελοι πειραματισμοί. Κατά τα άλλα πολύ σύντομα θα υποχρεωθεί να προσχωρήσει στην κεντρική Ευρωπαϊκή πολιτική.
Όσοι συγκαλύπτουν στις μέρες μας την κρίση της αριστεράς ενόψει της οικονομικής κρίσης διαπράττουν τεράστιο λάθος. Αυτή είναι ήδη παρούσα παντού.
Όσοι πιστεύουν ότι η αριστερά  μπορεί να κάνει μια «προοδευτικότερη διαχείριση της κρίσης» καλλιεργούν αυταπάτες. Μακάρι να υπήρχε μια τέτοια δυνατότητα. Δυστυχώς με τα σημερινά δεδομένα δεν υπάρχει κι αυτό.
Η μεγαλύτερη ιστορική πρόκληση για  την νέα  αριστερά είναι να πάψει επί τέλους να αποτελεί μια περίπτωση συνεχών  διαψεύσεων. Ήδη φέρει στις πλάτες της ένα δυσβάσταχτο φορτίο αποτυχιών από το παρελθόν. Δεν είναι ανάγκη να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο και στο μέλλον.
Μήλιος Χρ
Αναδημοσίευση από το site www.pokethe.gr

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2012

ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΚΑΙ ΛΑΙΚΙΣΜΟΣ


Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo. gr




     «Μελίσσι ο λαός και θα χυμά/ σ’ όποιον τον ερεθίζει. / Μια μονάχα υπάρχει αλήθεια: / Μαχμουρλίκι και Συνήθεια!». Τα δεινά του λαϊκισμού τα καυτηριάζει ο Βάρναλης στον «“Καλό” λαό» των Σκλάβων Πολιορκημένων. Εγκαινιάζει έτσι μια μακρά παράδοση αριστερής καλλιτεχνικής διανόησης που αποστρέφεται τα πονηρά τεχνάσματα προσεταιρισμού του εύπλαστου και ευμετάβλητου λαϊκού θυμικού. Τσίρκας, Χατζής, Αλεξάνδρου, Αναγνωστάκης, Πατρίκιος, Λειβαδίτης, Λεοντάρης. Σ’ αυτή την παράδοση ανήκουν οι αριστεροί μεταπολεμικοί πεζογράφοι και ποιητές που αγωνίστηκαν καλλιτεχνικά έχοντας επίγνωση της δραματικής δυσκολίας των πολιτικών διλημμάτων. Mε αποτέλεσμα, αποποιούμενοι τις ξύλινες λύσεις, εκτός από τις διώξεις των πολιτικών αντιπάλων τους, ορισμένοι να πέσουν σε κομματική δυσμένεια, να διαγραφούν (απελευθερώνοντας ωστόσο τις διαδικασίες βαθύτερων ιδεολογικών μετατοπίσεων).
     Τους χαρακτήρισαν «ποιητές της ήττας» και «πεζογράφους της κριτικής». Μπορεί έτσι σήμερα σε μια περίοδο συνολικών κοινωνικοοικονομικών αναδιατάξεων, πολλοί από τους αρχέτυπους στρατηγικούς στόχους της κομμουνιστικής αριστεράς να ακούγονται αφάνταστα παλιοί· μπορεί σε μια χώρα που ’χει ανάγκη απ’ την κατάκτηση μιας σύγχρονης υγιούς παραγωγικής βάσης και απ’ τη συγκρότηση μοντέρνων θεσμικών υποδομών και όχι από τη δήθεν «σοσιαλιστική» αναδιανομή ανύπαρκτου κοινωνικού πλεονάσματος και από τη σώρευση ψεύτικων ελπίδων, η προάσπιση αριστερών προταγμάτων να μοιάζει παράταιρη. Ενα πράγμα ωστόσο ισχύει: πως η στάση των αριστερών καλλιτεχνών της γραφής υπήρξε παραδειγματική σε θέματα ήθους. Πως καμιά απολύτως σχέση δεν είχε ποτέ με τον λαϊκισμό της διπλής γλώσσας, με τις εμπρηστικές φωνές ή τον ανορθολογισμό των συντεχνιακών συνθημάτων. Με στάσεις που θώπευσαν ιδιοτελείς συνήθειες, που καλλιέργησαν αντικοινωνικές συνειδήσεις και ανενδοίαστα γέννησαν βουλιμικά ήθη. Ακέραιοι, σαφείς, σοβαροί, αυστηροί, χάραξαν καθαρές γραμμές και ανέλαβαν ρίσκα.
     Ηρθαν έτσι τα πράγματα ώστε μετά την κομμουνιστική διάσπαση του 1968 την παράδοση αυτή για πολλές δεκαετίες την εκπροσώπησε και την καλλιέργησε το παλαιό ΚΚΕ εσωτερικού και οι πολιτικοί σχηματισμοί που το διαδέχθηκαν μαζί με την εφημερίδα «Αυγή». Ανεξάρτητα μάλιστα απ’ τη στενή πολιτική τοποθέτηση των δημιουργών της. Σήμερα τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η Ριζοσπαστική Αριστερά των τελευταίων ετών και αναγκαστικά και η «Αυγή» τράβηξαν άλλο δρόμο. Είναι άδικο να πει κανείς πως συνειδητά όλοι τους υποστηρίζουν την τεμπελιά ή την απείθεια, όμως η συντεχνιακή λογική, οι ιδεοληπτικοί συγκερασμοί, οι αψίκοροι συμψηφισμοί, οι πολυσυλλεκτικές σοφιστείες και οι κινηματικές παρορμήσεις αναπαράγουν τον λαϊκισμό που μας οδήγησε όπου μας οδήγησε την τελευταία 30ετία.
     Είμαστε μια κοινωνία όχι ανοιχτή σε επινοητικές αλλαγές, αλλά προσκολλημένοι στην αδράνεια, τη συνήθεια και τους μύθους. Και ταυτόχρονα κληρονόμοι μιας σοβαρής αριστερής λογοτεχνικής παράδοσης. Αν δεν θέλουμε τα ονόματα του Τσίρκα, του Αναγνωστάκη ή του Χατζή να καταντήσουν κάτι σαν εμβατήρια και λάβαρα σε πάσης φύσεως αριστερές πολιτικο-πολιτιστικές εκδηλώσεις, θα πρέπει να υπερασπιστούμε από τη μια πλευρά την ιστορικότητα και από την άλλη το πνεύμα του βίου και του έργου τους. Ας μην θεωρήσουμε έτσι ποτέ πως οι απόψεις τους βρίσκονται στο απυρόβλητο. Είναι προς συζήτησιν παραδείγματος χάριν η θέση του Τσίρκα για τη σκοπιμότητα του κινήματος του Απρίλη 1944 στη Μέση Ανατολή, η σιωπή του Χατζή για τις συνθήκες ζωής στις κομμουνιστικές χώρες και βέβαια οι απόψεις στη δεκαετία του ’50 του Μανώλη Αναγνωστάκη για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό. Οπως είναι εξίσου αναγκαίο να ξέρουμε πως οι άνθρωποι αυτοί δεν δίστασαν σε πολλαπλές περιστάσεις, να πάρουν θέση με υψηλό προσωπικό κίνδυνο και ψυχοφθόρο κόστος. Che feche… il gran rifiuto.
23-9-12